επιξενούμαι: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιξενοῦμαι]], [[ἐπιξενόομαι]] (AM) [[επίξενος]]<br />φιλοξενούμαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταξιδεύω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) [[ταξιδιώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] στην αλλοδαπή, [[ξενιτεύομαι]] («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> [[επισκέπτομαι]] άλλον [[τόπο]]<br /><b>3.</b> έχω σχέσεις ξενίας με κάποιον, [[είμαι]] [[στενός]] [[φίλος]] του («ἐπιξενῶσθαι πολλοῖς καὶ πιστευθῆναι ἐν τῇ Ἑλλάδι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> παρέχομαι, αποδίδομαι («ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώμασι | |mltxt=[[ἐπιξενοῦμαι]], [[ἐπιξενόομαι]] (AM) [[επίξενος]]<br />φιλοξενούμαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταξιδεύω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) [[ταξιδιώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] στην αλλοδαπή, [[ξενιτεύομαι]] («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> [[επισκέπτομαι]] άλλον [[τόπο]]<br /><b>3.</b> έχω σχέσεις ξενίας με κάποιον, [[είμαι]] [[στενός]] [[φίλος]] του («ἐπιξενῶσθαι πολλοῖς καὶ πιστευθῆναι ἐν τῇ Ἑλλάδι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> παρέχομαι, αποδίδομαι («ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώμασι μοῖρα» — το [[μέρος]] που παρέχεται στα σώματα, Ηράκλ.)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> επικαλούμαι τη φιλόξενη, την ευμενή [[μαρτυρία]] («ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ’ ώς θανουμένη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιξενοῦσθαι, μαρτύρεσθαι, πορεύεσθαι<br />Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσσαις». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:26, 6 February 2024
Greek Monolingual
ἐπιξενοῦμαι, ἐπιξενόομαι (AM) επίξενος
φιλοξενούμαι
μσν.
1. ταξιδεύω
2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης
αρχ.
1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις», Ισοκρ.)
2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο
3. έχω σχέσεις ξενίας με κάποιον, είμαι στενός φίλος του («ἐπιξενῶσθαι πολλοῖς καὶ πιστευθῆναι ἐν τῇ Ἑλλάδι», Δημοσθ.)
4. μτφ. παρέχομαι, αποδίδομαι («ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώμασι μοῖρα» — το μέρος που παρέχεται στα σώματα, Ηράκλ.)
5. μέσ. επικαλούμαι τη φιλόξενη, την ευμενή μαρτυρία («ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ’ ώς θανουμένη», Αισχύλ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιξενοῦσθαι, μαρτύρεσθαι, πορεύεσθαι
Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσσαις».