διοιστρέω: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διοιστρέω:''' [[сильно раздражать]], [[возбуждать]] (διὰ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.). | |elrutext='''διοιστρέω:''' [[сильно раздражать]], [[возбуждать]] (διὰ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=verstärktes [[οἰστρέω]], DS. 4.12 und andere Spätere | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
strengthened for οἰστρέω, D.S.4.12, Philostr.VA1.33 (Pass.).
Spanish (DGE)
1 recorrer excitadamente, saltar por θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.SHell.744 (cj., v. ap. crít.).
2 fig. excitar en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.VA 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.Hist.20.5.
Greek (Liddell-Scott)
διοιστρέω: ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ.
Russian (Dvoretsky)
διοιστρέω: сильно раздражать, возбуждать (διὰ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.).
German (Pape)
verstärktes οἰστρέω, DS. 4.12 und andere Spätere