Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διμοιρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. διμυρ- <i>Gloss</i>.2.57<br /><b class="num">I</b> milit.<br /><b class="num">1</b> [[soldado de doble paga]] Arr.<i>An</i>.6.9.3, 7.23.3, <i>BGU</i> 1266.40, 2386.6, <i>PLille</i> 27.3 (todos III a.C.), <i>RFIC</i> 60.1932.453 (Rodas III a.C.), Suet.<i>Blasph</i>.232, δ.· ὁ διπλοῦν λαμβάνων τῶν στρατιωτ(ῶν) μισθόν Sch.Men.<i>Col</i>.28 (ap. crít.), δ.· duplicularius</i>, <i>Gloss</i>.l.c., tb. de un marinero, Luc.<i>ITr</i>.48<br /><b class="num">•</b>[[que recibe doble porción de alimento]] τοῖς πεπαιδευμένοις διπλάσια πάντα πεμπέσθω· ἄξιον γὰρ διμοιρίτας εἶναι Luc.<i>Sat</i>.15.<br /><b class="num">2</b> [[jefe de media escuadra]] (cf. [[διμοιρία]] I 3) Ael.<i>Tact</i>.5.2, Arr.<i>Tact</i>.6.2, 42.1, Ascl.<i>Tact</i>.2.2, Luc.<i>DMeretr</i>.9.5, Synes.<i>Insomn</i>.13 (p.170).<br /><b class="num">II</b> ὁ Δ. [[Dimoirita]] n. dado a Apolinario y sus seguidores por admitir sólo dos partes de la naturaleza humana de [[Cristo]] mientras le negaban el alma racional, Epiph.Const.<i>Anc</i>.63, Ἀπολινάριος ὁ δ. Eust.Mon.<i>Ep</i>.96.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. διμυρ- <i>Gloss</i>.2.57<br /><b class="num">I</b> milit.<br /><b class="num">1</b> [[soldado de doble paga]] Arr.<i>An</i>.6.9.3, 7.23.3, <i>BGU</i> 1266.40, 2386.6, <i>PLille</i> 27.3 (todos III a.C.), <i>RFIC</i> 60.1932.453 (Rodas III a.C.), Suet.<i>Blasph</i>.232, δ.· ὁ διπλοῦν λαμβάνων τῶν στρατιωτ(ῶν) μισθόν Sch.Men.<i>Col</i>.28 (ap. crít.), δ.· duplicularius</i>, <i>Gloss</i>.l.c., tb. de un marinero, Luc.<i>ITr</i>.48<br /><b class="num">•</b>[[que recibe doble porción de alimento]] τοῖς πεπαιδευμένοις διπλάσια πάντα πεμπέσθω· ἄξιον γὰρ διμοιρίτας εἶναι Luc.<i>Sat</i>.15.<br /><b class="num">2</b> [[jefe de media escuadra]] (cf. [[διμοιρία]] I 3) Ael.<i>Tact</i>.5.2, Arr.<i>Tact</i>.6.2, 42.1, Ascl.<i>Tact</i>.2.2, Luc.<i>DMeretr</i>.9.5, Synes.<i>Insomn</i>.13 (p.170).<br /><b class="num">II</b> ὁ Δ. [[Dimoirita]] n. dado a Apolinario y sus seguidores por admitir sólo dos partes de la naturaleza humana de [[Cristo]] mientras le negaban el alma racional, Epiph.Const.<i>Anc</i>.63, Ἀπολινάριος ὁ δ. Eust.Mon.<i>Ep</i>.96.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chef d'une demi-cohorte.<br />'''Étymologie:''' [[δίμοιρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐμοιρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων διπλοῦν [[μερίδιον]], λαμβάνων διπλοῦν μισθόν, Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 3. ΙΙ. ὁ [[ἀρχηγός]] μιᾶς διμοιρίας, Λουκ. Διὶ Τραγ. 48, Ἑταιρ. Διαλ. 9. 5, Συνέσ. 148C. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπίθετον τῶν Ἀπολλιναριανῶν, οἵτινες ἐδίδασκον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχεν ἀνθρωπίνην ψυχήν, ἀλλὰ καθαρῶς [[θεῖον]] νοῦν, Ἐπιφ. Αἱρ. 77, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλιν-.
|lstext='''δῐμοιρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων διπλοῦν [[μερίδιον]], λαμβάνων διπλοῦν μισθόν, Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 3. ΙΙ. ὁ [[ἀρχηγός]] μιᾶς διμοιρίας, Λουκ. Διὶ Τραγ. 48, Ἑταιρ. Διαλ. 9. 5, Συνέσ. 148C. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπίθετον τῶν Ἀπολλιναριανῶν, οἵτινες ἐδίδασκον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχεν ἀνθρωπίνην ψυχήν, ἀλλὰ καθαρῶς [[θεῖον]] νοῦν, Ἐπιφ. Αἱρ. 77, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλιν-.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chef d'une demi-cohorte.<br />'''Étymologie:''' [[δίμοιρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:24, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμοιρίτης Medium diacritics: διμοιρίτης Low diacritics: διμοιρίτης Capitals: ΔΙΜΟΙΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dimoirítēs Transliteration B: dimoiritēs Transliteration C: dimoiritis Beta Code: dimoiri/ths

English (LSJ)

[ρῑ], ου, ὁ, A one who receives double pay, PLille 27.3 (iii B. C.), Men.Kol.28 (v. Sch.), Arr.An.7.23.3. 2 = Lat. duplarius, Id.Tact.42.1. II leader of a διμοιρία, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5; mate of a ship, Id.JTr.48.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Grafía: graf. διμυρ- Gloss.2.57
I milit.
1 soldado de doble paga Arr.An.6.9.3, 7.23.3, BGU 1266.40, 2386.6, PLille 27.3 (todos III a.C.), RFIC 60.1932.453 (Rodas III a.C.), Suet.Blasph.232, δ.· ὁ διπλοῦν λαμβάνων τῶν στρατιωτ(ῶν) μισθόν Sch.Men.Col.28 (ap. crít.), δ.· duplicularius, Gloss.l.c., tb. de un marinero, Luc.ITr.48
que recibe doble porción de alimento τοῖς πεπαιδευμένοις διπλάσια πάντα πεμπέσθω· ἄξιον γὰρ διμοιρίτας εἶναι Luc.Sat.15.
2 jefe de media escuadra (cf. διμοιρία I 3) Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2, 42.1, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5, Synes.Insomn.13 (p.170).
II ὁ Δ. Dimoirita n. dado a Apolinario y sus seguidores por admitir sólo dos partes de la naturaleza humana de Cristo mientras le negaban el alma racional, Epiph.Const.Anc.63, Ἀπολινάριος ὁ δ. Eust.Mon.Ep.96.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d'une demi-cohorte.
Étymologie: δίμοιρος.

Greek (Liddell-Scott)

δῐμοιρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων διπλοῦν μερίδιον, λαμβάνων διπλοῦν μισθόν, Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 3. ΙΙ. ὁ ἀρχηγός μιᾶς διμοιρίας, Λουκ. Διὶ Τραγ. 48, Ἑταιρ. Διαλ. 9. 5, Συνέσ. 148C. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπίθετον τῶν Ἀπολλιναριανῶν, οἵτινες ἐδίδασκον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχεν ἀνθρωπίνην ψυχήν, ἀλλὰ καθαρῶς θεῖον νοῦν, Ἐπιφ. Αἱρ. 77, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλιν-.

Greek Monolingual

ο (AM διμοιρίτης) διμοιρία
αρχηγός διμοιρίας
νεοελλ.
στρατιώτης που ανήκει σε διμοιρία
μσν.
διμορῑται
ονομασία τών οπαδών του αιρετικού Απολλιναρίου Λαοδικείας
αρχ.
αυτός που παίρνει διπλό μισθό.

Russian (Dvoretsky)

διμοιρίτης: (ρῑ) получающий двойное жалованье, по друг. командующий половиной мэры (см. μοῖρα) Men., Luc.