διορθωτικός: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[correctivo]] en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.<i>Strom</i>.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.<i>Tres dei</i>.51.3<br /><b class="num">•</b>de la justicia [[correctivo]] (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ ([[εἶδος]] τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos</i> Arist.<i>EN</i> 1131<sup>a</sup>1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.<i>EE</i> 1248<sup>b</sup>5, ἡ δὲ τῆς φύσεως [[δύναμις]] Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.68.15.<br /><b class="num">2</b> filol. [[relativo a la crítica textual]] μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.<i>Il</i>.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.<i>Il</i>.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.<i>Il</i>.17.607c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[correctamente]], [[de forma recta]] ταῦτα ... δ. λέγει Didym.<i>in Iob</i> 180.4, cf. Chrys.<i>Iob</i>.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.<i>in R</i>.1.204, cf. Eust.936.43. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[correctivo]] en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.<i>Strom</i>.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.<i>Tres dei</i>.51.3<br /><b class="num">•</b>de la justicia [[correctivo]] (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ ([[εἶδος]] τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos</i> Arist.<i>EN</i> 1131<sup>a</sup>1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.<i>EE</i> 1248<sup>b</sup>5, ἡ δὲ τῆς φύσεως [[δύναμις]] Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.68.15.<br /><b class="num">2</b> filol. [[relativo a la crítica textual]] μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.<i>Il</i>.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.<i>Il</i>.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.<i>Il</i>.17.607c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[correctamente]], [[de forma recta]] ταῦτα ... δ. λέγει Didym.<i>in Iob</i> 180.4, cf. Chrys.<i>Iob</i>.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.<i>in R</i>.1.204, cf. Eust.936.43. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διορθωτικός:''' [[исправляющий]], [[улучшающий]], [[совершенствующий]] ([[εἶδος]] δικαιοσύνης Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διορθωτικός]], -ή, -όν) [[διορθωτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διόρθωση]] ή στον διορθωτή<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[διόρθωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποβλέπει στη [[διόρθωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διορθωτικό</i><br />ειδικό [[υγρό]] για τη [[διαγραφή]] σφαλμάτων σε γραπτό [[κείμενο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διορθωτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του διορθωτή. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διορθωτικός]], -ή, -όν) [[διορθωτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διόρθωση]] ή στον διορθωτή<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[διόρθωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποβλέπει στη [[διόρθωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διορθωτικό</i><br />ειδικό [[υγρό]] για τη [[διαγραφή]] σφαλμάτων σε γραπτό [[κείμενο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διορθωτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του διορθωτή. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, corrective, Arist.EN1131a1; τὰ -κά, title of works on textual criticism by Seleucus and Crates, Sch.Il.Oxy.221 xv 25, xvii 31. Adv. -κῶς Eust. 936.43.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1correctivo en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.Strom.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.Tres dei.51.3
•de la justicia correctivo (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ (εἶδος τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos Arist.EN 1131a1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.EE 1248b5, ἡ δὲ τῆς φύσεως δύναμις Gr.Nyss.Or.Catech.68.15.
2 filol. relativo a la crítica textual μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.Il.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.Il.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.Il.17.607c.
II adv. -ῶς correctamente, de forma recta ταῦτα ... δ. λέγει Didym.in Iob 180.4, cf. Chrys.Iob.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.in R.1.204, cf. Eust.936.43.
Russian (Dvoretsky)
διορθωτικός: исправляющий, улучшающий, совершенствующий (εἶδος δικαιοσύνης Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διορθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα πρὸς τὸ διορθοῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 12, κτλ. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 936. 43.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διορθωτικός, -ή, -όν) διορθωτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή
2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση
νεοελλ.
1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό
ειδικό υγρό για τη διαγραφή σφαλμάτων σε γραπτό κείμενο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διορθωτικά
η αμοιβή του διορθωτή.