δυσέκπλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil o imposible de eliminar]], de manchas o tintes [[indeleble]] ὁ χυλὸς τῶν καρύων τῶν χλωρῶν Gal.12.906, πᾶν τὸ λιπαρὸν δ. ἐστι Plu.2.627c, junto a [[δευσοποιός]] y en compar. ὥσπερ βαφὴν ἢ κηλῖδα δευσοποιὸν γενέσθαι καὶ δυσέκπλυτον Plu.2.488b, cf. 2.779c.<br /><b class="num">2</b> [[que es malo o difícil de dejar limpio]] οἱ ὀδόντες ... μελαίνονται δυσέκπλυτοί τε καὶ δυσέκνιπτοι Ael.<i>NA</i> 1.48, ἔρια Chrys.M.64.768D.<br /><b class="num">3</b> fig. [[difícil de purificar]] τὴν ψυχὴν ... ἐκκαθήρασθαι τὰς δυσεκπλύτους κηλῖδας Ph.2.182, οἱ ἀφροσύνης καὶ ἀδικίας ... τύποι Ph.2.487, ψυχαί Ph.1.558, cf. Chrys.M.63.176.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil o imposible de eliminar]], de manchas o tintes [[indeleble]] ὁ χυλὸς τῶν καρύων τῶν χλωρῶν Gal.12.906, πᾶν τὸ λιπαρὸν δ. ἐστι Plu.2.627c, junto a [[δευσοποιός]] y en compar. ὥσπερ βαφὴν ἢ κηλῖδα δευσοποιὸν γενέσθαι καὶ δυσέκπλυτον Plu.2.488b, cf. 2.779c.<br /><b class="num">2</b> [[que es malo o difícil de dejar limpio]] οἱ ὀδόντες ... μελαίνονται δυσέκπλυτοί τε καὶ δυσέκνιπτοι Ael.<i>NA</i> 1.48, ἔρια Chrys.M.64.768D.<br /><b class="num">3</b> fig. [[difícil de purificar]] τὴν ψυχὴν ... ἐκκαθήρασθαι τὰς δυσεκπλύτους κηλῖδας Ph.2.182, οἱ ἀφροσύνης καὶ ἀδικίας ... τύποι Ph.2.487, ψυχαί Ph.1.558, cf. Chrys.M.63.176.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à effacer <i>litt.</i> à laver.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐκπλύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέκπλῠτος''': -ον, ὃν δυσκόλως τις ἐκπλύνει, κηλῖδες Φίλων 2. 181, 487 (ἐν 1, 558, [[οὐχί]] ὀρθῶς δυσέκπλυντος), δευσοποιὸν καὶ δ. Πλούτ. 2. 488Β.
|lstext='''δυσέκπλῠτος''': -ον, ὃν δυσκόλως τις ἐκπλύνει, κηλῖδες Φίλων 2. 181, 487 (ἐν 1, 558, [[οὐχί]] ὀρθῶς δυσέκπλυντος), δευσοποιὸν καὶ δ. Πλούτ. 2. 488Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à effacer <i>litt.</i> à laver.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐκπλύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέκπλῠτος Medium diacritics: δυσέκπλυτος Low diacritics: δυσέκπλυτος Capitals: ΔΥΣΕΚΠΛΥΤΟΣ
Transliteration A: dysékplytos Transliteration B: dysekplytos Transliteration C: dysekplytos Beta Code: duse/kplutos

English (LSJ)

ον, A hard to wash out, Ph.2.182,487, Plu.2.488b. II hard to cleanse, ὀδόντες Ael.NA1.48: metaph., ψυχαί Ph.1.558.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil o imposible de eliminar, de manchas o tintes indeleble ὁ χυλὸς τῶν καρύων τῶν χλωρῶν Gal.12.906, πᾶν τὸ λιπαρὸν δ. ἐστι Plu.2.627c, junto a δευσοποιός y en compar. ὥσπερ βαφὴν ἢ κηλῖδα δευσοποιὸν γενέσθαι καὶ δυσέκπλυτον Plu.2.488b, cf. 2.779c.
2 que es malo o difícil de dejar limpio οἱ ὀδόντες ... μελαίνονται δυσέκπλυτοί τε καὶ δυσέκνιπτοι Ael.NA 1.48, ἔρια Chrys.M.64.768D.
3 fig. difícil de purificar τὴν ψυχὴν ... ἐκκαθήρασθαι τὰς δυσεκπλύτους κηλῖδας Ph.2.182, οἱ ἀφροσύνης καὶ ἀδικίας ... τύποι Ph.2.487, ψυχαί Ph.1.558, cf. Chrys.M.63.176.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à effacer litt. à laver.
Étymologie: δυσ-, ἐκπλύνω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέκπλῠτος: -ον, ὃν δυσκόλως τις ἐκπλύνει, κηλῖδες Φίλων 2. 181, 487 (ἐν 1, 558, οὐχί ὀρθῶς δυσέκπλυντος), δευσοποιὸν καὶ δ. Πλούτ. 2. 488Β.

Greek Monolingual

δυσέκπλυτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα ξεπλένεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσέκπλῠτος: Plut. = δυσέκνιπτος.