γεννήτρια: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gennitria | |Transliteration C=gennitria | ||
|Beta Code=gennh/tria | |Beta Code=gennh/tria | ||
|Definition=ἡ, = [[γεννήτειρα]], [[δικῶν]] | |Definition=ἡ, = [[γεννήτειρα]], [[δικῶν]] Phryn.''PS''p.62 B. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:19, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = γεννήτειρα, δικῶν Phryn.PSp.62 B.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
engendradora, madre Sch.Er.Il.22.82-3
•fig. c. gen. causa, fuente de δικῶν καὶ συκοφαντιῶν Phryn.PS 62, παρρησία ... γ. ... πάντων τῶν παθῶν Dor.Ab.Doct.4.52.
German (Pape)
[Seite 483] ἡ, fem. zu γεννητής, B. A. 35; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεννήτρια: ἡ, = γεννήτειρα, Ἀχμέτ Ὀνειρ. 235, Α. Β. 35·― καὶ γεννητρίς, Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
και γεννήτρα, η (AM γεννήτρια)
1. η μητέρα
2. η πηγή από την οποία εκπηγάζει κάτι
νεοελλ.
συσκευή ή μηχανή με την οποία παράγεται ηλεκτρική ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του γεννήτωρ.