γιγγράϊνος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γιγγράϊνος]], -ον (Α) [[γίγγρος]]<br />αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στον γίγγρα.
|mltxt=[[γιγγράϊνος]], -ον (Α) [[γίγγρος]]<br />αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στον γίγγρα.
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>zum [[γίγγρας]] [[gehörig]]</i>, αὐλοί, = γίγγραι, Ath. IV.174f.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγγράϊνος Medium diacritics: γιγγράϊνος Low diacritics: γιγγράϊνος Capitals: ΓΙΓΓΡΑΪΝΟΣ
Transliteration A: gingráïnos Transliteration B: gingrainos Transliteration C: giggrainos Beta Code: giggra/i+nos

English (LSJ)

ον, like the γίγγρας, αὐλοί Ath.4.174f.

Spanish (DGE)

-ον
mús. propio de flauta fenicia αὐλοί Ath.174f, cf. γίγγρας.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγράϊνος: -ον, ὅμοιος πρὸς τὸν γίγγραν· αὐλοὶ Ἀθήν. 174F.

Greek Monolingual

γιγγράϊνος, -ον (Α) γίγγρος
αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στον γίγγρα.

German (Pape)

ον, zum γίγγρας gehörig, αὐλοί, = γίγγραι, Ath. IV.174f.