ἀμμόχρυσος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ὁ (Sandgold), ein Edelstein, Plin. 27, 1 l. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ὁ (Sandgold), ein Edelstein, Plin. 27, 1 l. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμμόχρῡσος:''' ὁ [[аммохрис]] (предполож. род золотистого песчаника) Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμμόχρυσος]], ο (Α)<br />όρος, τον οποίο [[πρώτος]] χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]] κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα [[ποικιλία]] [[μαρμαρυγίας]]. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν [[επίσης]] για αμμόχρυσο. Από [[τότε]] δεν αναφέρεται [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]]. | |mltxt=[[ἀμμόχρυσος]], ο (Α)<br />όρος, τον οποίο [[πρώτος]] χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]] κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα [[ποικιλία]] [[μαρμαρυγίας]]. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν [[επίσης]] για αμμόχρυσο. Από [[τότε]] δεν αναφέρεται [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, gem resembling sand veined with gold, Plin.HN37.188.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ gema que parece veteada de oro Plin.HN 37.188, Isid.Etym.16.15.5.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ (Sandgold), ein Edelstein, Plin. 27, 1 l.
Russian (Dvoretsky)
ἀμμόχρῡσος: ὁ аммохрис (предполож. род золотистого песчаника) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμόχρῡσος: ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου παρεμφεροῦς ὄγκῳ ἄμμου μετὰ χρυσῶν φλεβῶν, Πλίν. 27. 11.
Greek Monolingual
ἀμμόχρυσος, ο (Α)
όρος, τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει κατά πάσαν πιθανότητα κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα ποικιλία μαρμαρυγίας. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν επίσης για αμμόχρυσο. Από τότε δεν αναφέρεται πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + χρυσός.