ἀκόμιστος: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[descuidado]], [[desaliñado]] ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.<i>Fr</i>.314.149, [[ἀκόμιστος]] [[ἀλῆτις]] ... ἕρπω <i>Epic.Alex.Adesp</i>.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.<br /><b class="num">2</b> [[desatendido]], [[desamparado]] Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.<i>D</i>.40.174, cf. hex. en <i>PAnt</i>.58.11<br /><b class="num">•</b>[[desoído]] ἔπος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.14.24.<br /><b class="num">3</b> de plantas [[no cultivado]] de la vid silvestre <i>Trag.Adesp</i>.646a.b.24, Nonn.<i>D</i>.12.297.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[descuidado]], [[desaliñado]] ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.<i>Fr</i>.314.149, [[ἀκόμιστος]] [[ἀλῆτις]] ... ἕρπω <i>Epic.Alex.Adesp</i>.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.<br /><b class="num">2</b> [[desatendido]], [[desamparado]] Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.<i>D</i>.40.174, cf. hex. en <i>PAnt</i>.58.11<br /><b class="num">•</b>[[desoído]] ἔπος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.14.24.<br /><b class="num">3</b> de plantas [[no cultivado]] de la vid silvestre <i>Trag.Adesp</i>.646a.b.24, Nonn.<i>D</i>.12.297.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />négligé, délaissé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόμιστος''': -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.
|lstext='''ἀκόμιστος''': -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />négligé, délaissé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόμιστος Medium diacritics: ἀκόμιστος Low diacritics: ακόμιστος Capitals: ΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akómistos Transliteration B: akomistos Transliteration C: akomistos Beta Code: a)ko/mistos

English (LSJ)

ον, slovenly, S.Ichn.143; untended, D.L.5.5, Nonn.D.40.174, al.

Spanish (DGE)

-ον
1 descuidado, desaliñado ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.Fr.314.149, ἀκόμιστος ἀλῆτις ... ἕρπω Epic.Alex.Adesp.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.
2 desatendido, desamparado Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.D.40.174, cf. hex. en PAnt.58.11
desoído ἔπος Nonn.Par.Eu.Io.14.24.
3 de plantas no cultivado de la vid silvestre Trag.Adesp.646a.b.24, Nonn.D.12.297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
négligé, délaissé.
Étymologie: , κομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόμιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόμιστος, -ον)
αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί
αρχ.
απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + κομιστὸς < κομίζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία.

Greek Monotonic

ἀκόμιστος: -ον (κομίζω), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόμιστος: запущенный, неряшливый Diog. L.

Middle Liddell

κομίζω
untended.