ἀμβλώσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amvlosimos
|Transliteration C=amvlosimos
|Beta Code=a)mblw/simos
|Beta Code=a)mblw/simos
|Definition=ον, [[belonging to abortion]], <span class="bibl">Max.275</span>.
|Definition=ἀμβλώσιμον, [[belonging to abortion]], Max.275.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 12:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλώσιμος Medium diacritics: ἀμβλώσιμος Low diacritics: αμβλώσιμος Capitals: ΑΜΒΛΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: amblṓsimos Transliteration B: amblōsimos Transliteration C: amvlosimos Beta Code: a)mblw/simos

English (LSJ)

ἀμβλώσιμον, belonging to abortion, Max.275.

Spanish (DGE)

-ον propicio al aborto ἦμαρ Max.275.

German (Pape)

[Seite 118] zur Fehlgeburt gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλώσιμος: -ον, ὁ εἰς ἐξάμβλωσιν, εἰς ἀποβολὴν ἀνήκων, Μανέθ. 4. 413, Μάξιμ. π. κατ. 275.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμβλώσιμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωση
αρχ.
αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. -ιμος].