ἀμφιστέλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[envolverse en]], [[vestirse]] ἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα Theoc.2.74.
|dgtxt=[[envolverse en]], [[vestirse]] ἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα Theoc.2.74.
}}
{{bailly
|btext=se revêtir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[στέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιστέλλομαι''': μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.
|lstext='''ἀμφιστέλλομαι''': μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.
}}
{{bailly
|btext=se revêtir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[στέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιστέλλομαι Medium diacritics: ἀμφιστέλλομαι Low diacritics: αμφιστέλλομαι Capitals: ΑΜΦΙΣΤΕΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: amphistéllomai Transliteration B: amphistellomai Transliteration C: amfistellomai Beta Code: a)mfiste/llomai

English (LSJ)

Med., fold round oneself, deck oneself in, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένη Theoc.2.74.

Spanish (DGE)

envolverse en, vestirse ἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα Theoc.2.74.

French (Bailly abrégé)

se revêtir de, acc..
Étymologie: ἀμφί, στέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστέλλομαι: μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.

Greek Monolingual

ἀμφιστέλλομαι (Α)
περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + στέλλω.

Greek Monotonic

ἀμφιστέλλομαι: Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιστέλλομαι: окутываться: χιτῶνα ἀμφιστειλαμένα Theocr. одетая в хитон.

Middle Liddell


Mid. to fold round oneself, c. acc., Theocr.