ἀνάπαλος: Difference between revisions
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapalos | |Transliteration C=anapalos | ||
|Beta Code=a)na/palos | |Beta Code=a)na/palos | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> v. [[ἄμπαλος]]: <b class="b3">κατ' ἄμπαλον μισθοῦν</b> by [[auction]], IG9(2).205.15 (Thess.).<br><span class="bld">II</span> a word coined to expl. [[ἀναπάλη]], Ath.14.631d. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
A v. ἄμπαλος: κατ' ἄμπαλον μισθοῦν by auction, IG9(2).205.15 (Thess.).
II a word coined to expl. ἀναπάλη, Ath.14.631d.
Spanish (DGE)
(ἀνάπᾰλος) -ου, ὁ
• Alolema(s): ἄμπᾰλος Pi.O.7.61, IG 9(2).205.15 (Melitea III d.C.), Eust.64.44
I 1repetición de las suertes ἄμπαλον μέλλεν θέμεν iba a repetir el sorteo Pi.l.c., cf. Eust.l.c., 1434.28.
2 renovación de contrato κατ' ἄμπαλον μισθούντω IG l.c.
II τὸ ἀ. falsa palabra para explicar ἀναπάλη Ath.631b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπᾰλος: συνῃρ. ἄμπαλος, ου, ὁ, = ἀνάπαλσις: - ἀλλὰ κατ’ ἄμπαλον, διὰ δημοπρασίας, Ἐπιγρ. Θεσπ. ἐν Ussing 2. 15.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο 1. απαλός, μαλακός
2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέλης
β) ανίκανος, αδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + απαλός].
(II)
ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) ἀναπάλλω
1. η ανάπαλση
2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῦν», με δημοπρασία.