ἀνεκβίαστος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] unbezwinglich, εἱμαρμένη Plut. Stoic. repugn. 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] unbezwinglich, εἱμαρμένη Plut. Stoic. repugn. 46.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que la violence ne peut écarter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], ἐκβιάζομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεκβίαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβιάσῃ, νὰ κατανικήσῃ, Πλούτ. 2. 1055D. - Ἐπίρρ. ἀνεκβιάστως, Γέλλ. Ἀττ. Νύκτ. 1. 2, 7.
|lstext='''ἀνεκβίαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβιάσῃ, νὰ κατανικήσῃ, Πλούτ. 2. 1055D. - Ἐπίρρ. ἀνεκβιάστως, Γέλλ. Ἀττ. Νύκτ. 1. 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que la violence ne peut écarter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], ἐκβιάζομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:19, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκβίαστος Medium diacritics: ἀνεκβίαστος Low diacritics: ανεκβίαστος Capitals: ΑΝΕΚΒΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anekbíastos Transliteration B: anekbiastos Transliteration C: anekviastos Beta Code: a)nekbi/astos

English (LSJ)

ον, not to be overpowered, Chrysipp.Stoic.2.64, v.l. in Gell.1.2.7.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser dominado, δύναμις Chrysipp.Stoic.2.64, Plu.2.1055e, cf. Gell.1.2.7 (u.l.).

German (Pape)

[Seite 221] unbezwinglich, εἱμαρμένη Plut. Stoic. repugn. 46.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que la violence ne peut écarter.
Étymologie: , ἐκβιάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκβίαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβιάσῃ, νὰ κατανικήσῃ, Πλούτ. 2. 1055D. - Ἐπίρρ. ἀνεκβιάστως, Γέλλ. Ἀττ. Νύκτ. 1. 2, 7.

Greek Monolingual

ἀνεκβίαστος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκβιάσει, ακατανίκητος, ακαταμάχητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεκβίαστος: неодолимый (εἱμαρμένη Plut.).