ἀνηλεγής: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene consideración]], [[cruel]] πόλεμος Q.S.2.75, ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -έως [[sin consideración]], [[cruelmente]] τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες; Q.S.2.414, νίσσετ' ἀνηλεγέως u.l. en Hdn.1.79.23.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene consideración]], [[cruel]] πόλεμος Q.S.2.75, ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -έως [[sin consideración]], [[cruelmente]] τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες; Q.S.2.414, νίσσετ' ἀνηλεγέως u.l. en Hdn.1.79.23.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνηλεγής]], -ές (Α)<br />[[άπονος]], [[σκληρός]].
|mltxt=[[ἀνηλεγής]], -ές (Α)<br />[[άπονος]], [[σκληρός]].
}}
{{pape
|ptext=ές ([[ἀλέγω]]), <i>[[rücksichtslos]], [[grausam]]</i>, [[πόλεμος]] Qu. Srn. 2.75, und oft<br>• adv. [[ἀνηλεγέως]].
}}
}}

Revision as of 16:44, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηλεγής Medium diacritics: ἀνηλεγής Low diacritics: ανηλεγής Capitals: ΑΝΗΛΕΓΗΣ
Transliteration A: anēlegḗs Transliteration B: anēlegēs Transliteration C: anilegis Beta Code: a)nhlegh/s

English (LSJ)

ές, unconcerned, reckless, πόλεμος Q.S.2.75: neut. in Hsch. Adv. -έως Q.S.2.414.

Spanish (DGE)

-ές
1 que no tiene consideración, cruel πόλεμος Q.S.2.75, ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον Hsch.
2 adv. -έως sin consideración, cruelmente τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες; Q.S.2.414, νίσσετ' ἀνηλεγέως u.l. en Hdn.1.79.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηλεγής: -ές, ὠμόφρων, σκληρός, ἀνηλεγέος πολέμοιο, Κόϊντ. Σμυρ. 2. 75· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον». - Ἐπίρρ. -έως Κόϊντ. Σμυρ. 2. 414· πρβλ. ἀπηλεγής, ἀπηλεγέως.

Greek Monolingual

ἀνηλεγής, -ές (Α)
άπονος, σκληρός.

German (Pape)

ές (ἀλέγω), rücksichtslos, grausam, πόλεμος Qu. Srn. 2.75, und oft
• adv. ἀνηλεγέως.