ἀνιπτόπους: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0238.png Seite 238]] οδος, mit ungewaschenen Füßen, [[Σελλοί]] Il. 16, 235, scheint ihre harte Lebensweise zu bezeichnen; vgl. Philostr. Imagg. 33; vom Parasiten, Eubul. Ath. III, 115 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0238.png Seite 238]] οδος, mit ungewaschenen Füßen, [[Σελλοί]] Il. 16, 235, scheint ihre harte Lebensweise zu bezeichnen; vgl. Philostr. Imagg. 33; vom Parasiten, Eubul. Ath. III, 115 e.
}}
{{bailly
|btext=ποδος (ὁ, ἡ)<br />dont les pieds ne sont pas lavés.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνιπτος]], [[πούς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνιπτόπους''': ὁ, ἡ, γεν. -ποδος, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίπτους, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 235· περὶ τῶν ἐν Δωδώνῃ ἱερέων τοῦ [[Διός]], οἵτινες φαίνεται ὅτι ἦσαν [[εἶδος]] ἀσκητῶν, Heyne Ἰλ. τόμ. 7. 288· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιπτόποδες· δι’ ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι»· ― ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 16 ἀποκαλεῖ τοὺς παρασίτους ἀνιπτόποδας, οὗτοι ἀνιπτόποδες... ἀνόσιοι λάρυγγες· ― ὁ Νόνν. ἐν Διον. 40. 285 δίδει τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῆς Μεγ. Ἄρκτ., πρβλ. Ὀδ. Ε. 273.
|lstext='''ἀνιπτόπους''': ὁ, ἡ, γεν. -ποδος, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίπτους, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 235· περὶ τῶν ἐν Δωδώνῃ ἱερέων τοῦ [[Διός]], οἵτινες φαίνεται ὅτι ἦσαν [[εἶδος]] ἀσκητῶν, Heyne Ἰλ. τόμ. 7. 288· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιπτόποδες· δι’ ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι»· ― ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 16 ἀποκαλεῖ τοὺς παρασίτους ἀνιπτόποδας, οὗτοι ἀνιπτόποδες... ἀνόσιοι λάρυγγες· ― ὁ Νόνν. ἐν Διον. 40. 285 δίδει τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῆς Μεγ. Ἄρκτ., πρβλ. Ὀδ. Ε. 273.
}}
{{bailly
|btext=ποδος (ὁ, ἡ)<br />dont les pieds ne sont pas lavés.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνιπτος]], [[πούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιπτόπους Medium diacritics: ἀνιπτόπους Low diacritics: ανιπτόπους Capitals: ΑΝΙΠΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: aniptópous Transliteration B: aniptopous Transliteration C: aniptopous Beta Code: a)nipto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, with unwashen feet, epithet of the Σελλοί, Dodonaean priests of Zeus, Il.16.235, cf. BCH7.276 (Lydia); applied to parasites by Eub.139; to the Great Bear, as metuens aequore tingi, by Nonn.D.40.285.

Spanish (DGE)

-ποδος
1 que no se lava los pies de los sacerdotes de Dodona sometidos a esta prescripción religiosa Il.16.235, de filósofos, Eub.139, en rel. con un culto no bien conocido ἐκ προγόνων παλλακίδων καὶ ἀνιπτοπόδων EA p.406.
2 que no mete sus pies en el mar ἵππος Nonn.D.43.212
fig. que no se sumerge en el mar, que no se pone de la Osa Mayor, Nonn.D.40.285.

German (Pape)

[Seite 238] οδος, mit ungewaschenen Füßen, Σελλοί Il. 16, 235, scheint ihre harte Lebensweise zu bezeichnen; vgl. Philostr. Imagg. 33; vom Parasiten, Eubul. Ath. III, 115 e.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
dont les pieds ne sont pas lavés.
Étymologie: ἄνιπτος, πούς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιπτόπους: ὁ, ἡ, γεν. -ποδος, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίπτους, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 235· περὶ τῶν ἐν Δωδώνῃ ἱερέων τοῦ Διός, οἵτινες φαίνεται ὅτι ἦσαν εἶδος ἀσκητῶν, Heyne Ἰλ. τόμ. 7. 288· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιπτόποδες· δι’ ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι»· ― ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 16 ἀποκαλεῖ τοὺς παρασίτους ἀνιπτόποδας, οὗτοι ἀνιπτόποδες... ἀνόσιοι λάρυγγες· ― ὁ Νόνν. ἐν Διον. 40. 285 δίδει τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῆς Μεγ. Ἄρκτ., πρβλ. Ὀδ. Ε. 273.

Greek Monolingual

ο (ΜΑ ἀνιπτόπους, -ουν)
αυτός που έχει άπλυτα πόδια
(νεοελλ.-μσν.) (στον πληθ. ως ουσ.) οι ανιπτόποδες
αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν αγιότητα να παραμελούν την καθαριότητα και να μένουν άπλυτοι.

Greek Monotonic

ἀνιπτόπους: ὁ, ἡ, γεν. -πόδος, με άπλυτα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνιπτόπους: ποδος adj. с немытыми ногами (эпитет додонских жрецов) Hom.

Middle Liddell

with unwashen feet, Il.