ἀντιληπτέον: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> abs. [[hay que ponerse a la obra, esforzarse]] Ar.<i>Pax</i> 485.<br /><b class="num">2</b> [[hay que hacerse cargo, tomar sobre sí]] τῶν πραγμάτων ... αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδος Mac.Aeg.M.34.945B.<br /><b class="num">3</b> [[hay que sujetar]] τοῦ ἵππου ἀ. τῷ χαλινῷ X.<i>Eq</i>.8.8. | |dgtxt=<b class="num">1</b> abs. [[hay que ponerse a la obra, esforzarse]] Ar.<i>Pax</i> 485.<br /><b class="num">2</b> [[hay que hacerse cargo, tomar sobre sí]] τῶν πραγμάτων ... αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδος Mac.Aeg.M.34.945B.<br /><b class="num">3</b> [[hay que sujetar]] τοῦ ἵππου ἀ. τῷ χαλινῷ X.<i>Eq</i>.8.8. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιληπτέον:''' adj. verb. к [[ἀντιλαμβάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιληπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀντιλαμβάνω]], αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψιν σε μια [[συζήτηση]] ή [[κατάσταση]], σε Αριστοφ.· [[τῶν]] πραγμάτων αὐτοῖς ἀντ., σε Δημ. | |lsmtext='''ἀντιληπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀντιλαμβάνω]], αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψιν σε μια [[συζήτηση]] ή [[κατάσταση]], σε Αριστοφ.· [[τῶν]] πραγμάτων αὐτοῖς ἀντ., σε Δημ. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 3 October 2022
English (LSJ)
A one must take part in a matter: abs., Ar Pax485; τῶν πραγμάτων αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14. II one must hold back, ἀ. τοῦ ἵππου τῷ χαλινῷ X.Eq.8.8. III Adj. ἀντι-ληπτέος, α, ον, ὁ λόγος Plu.Nob.3.
Spanish (DGE)
1 abs. hay que ponerse a la obra, esforzarse Ar.Pax 485.
2 hay que hacerse cargo, tomar sobre sí τῶν πραγμάτων ... αὐτοῖς ἀ. D.1.2, cf. 14, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδος Mac.Aeg.M.34.945B.
3 hay que sujetar τοῦ ἵππου ἀ. τῷ χαλινῷ X.Eq.8.8.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιληπτέον: adj. verb. к ἀντιλαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιληπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ λάβῃ μέρος ἔν τινι ὑποθέσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 485· τῶν πραγμάτων αὑτοῖς ἀντ. Δημ. 9. 13, πρβλ. 13.15. ΙΙ. ἴδε ἀντιλαμβάνω ΙΙΙ.
Greek Monotonic
ἀντιληπτέον: ρημ. επίθ. του ἀντιλαμβάνω, αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψιν σε μια συζήτηση ή κατάσταση, σε Αριστοφ.· τῶν πραγμάτων αὐτοῖς ἀντ., σε Δημ.