ἀπαράτιλτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] dem die Haare nicht ausgerauft sind, Ar. Lys. 279; Luc. Saltat. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] dem die Haare nicht ausgerauft sind, Ar. Lys. 279; Luc. Saltat. 5.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαράτιλτος:''' [[с невыщипанными волосами]] Arph., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαράτιλτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει μαδημένα ή τραβηγμένα μαλλιά, κακοχτενισμένος, [[απεριποίητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[παρατίλλω]] «[[μαδώ]] τις [[τρίχες]] από τα διάφορα μέρη του σώματος [[εκτός]] απ' το [[κεφάλι]]»].
|mltxt=[[ἀπαράτιλτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει μαδημένα ή τραβηγμένα μαλλιά, κακοχτενισμένος, [[απεριποίητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[παρατίλλω]] «[[μαδώ]] τις [[τρίχες]] από τα διάφορα μέρη του σώματος [[εκτός]] απ' το [[κεφάλι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαράτιλτος:''' [[с невыщипанными волосами]] Arph., Luc.
}}
}}

Revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράτιλτος Medium diacritics: ἀπαράτιλτος Low diacritics: απαράτιλτος Capitals: ΑΠΑΡΑΤΙΛΤΟΣ
Transliteration A: aparátiltos Transliteration B: aparatiltos Transliteration C: aparatiltos Beta Code: a)para/tiltos

English (LSJ)

ον, with hairs not pulled out, Ar.Lys. 279, Luc.Salt.5.

Spanish (DGE)

-ον
no depilado de pers., Ar.Lys.279, Luc.Salt.5.

German (Pape)

[Seite 280] dem die Haare nicht ausgerauft sind, Ar. Lys. 279; Luc. Saltat. 5.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράτιλτος: с невыщипанными волосами Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράτιλτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων τὰς τρίχας παρατετιλμένας, μαδημένας, πινῶν, ῥυπῶν, ἀπαράτιλτος Ἀριστοφ. Λυσ. 279, Λουκ. π. Ὀρχ. 5.

Greek Monolingual

ἀπαράτιλτος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μαδημένα ή τραβηγμένα μαλλιά, κακοχτενισμένος, απεριποίητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + παρατίλλω «μαδώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη του σώματος εκτός απ' το κεφάλι»].