ἀποπλέκω: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[destrenzar]] (σειράν) Pall.<i>H.Laus</i>.22.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[separarse]] συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[separado]] de cónyuges ἀποπετιλεγμένης | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[destrenzar]] (σειράν) Pall.<i>H.Laus</i>.22.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[separarse]] συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[separado]] de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός <i>PGen</i>.19.3 (II d.C.) en <i>BL</i> 1.1600, <i>PFlor</i>.301.11 (II d.C.), [[ἀνήρ]] <i>BGU</i> 118.2.11 (II d.C.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:34, 11 December 2022
English (LSJ)
separate, Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ -ονται Zos. Alch.p.110B.: especially in pf. part. -πεπλεγμένος, η, ον, divorced, separated, γυνή PGen.19.3 (ii A.D.); ἀνήρ BGU118ii11 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
1 destrenzar (σειράν) Pall.H.Laus.22.5.
2 en v. med. separarse συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16
•part. perf. pas. separado de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός PGen.19.3 (II d.C.) en BL 1.1600, PFlor.301.11 (II d.C.), ἀνήρ BGU 118.2.11 (II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλέκω: παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, μόλις οὖν ἀλλήλων ἡμεῖς ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.
Greek Monolingual
(AM ἀποπλέκομαι)
νεοελλ.
1. τελειώνω το πλέξιμο
2. (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι
μσν.
(-ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι
αρχ.
αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.