ξεμπλέκω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

1. απαλλάσσω κάτι από μπλέξιμο ή μπέρδεμα, λύνω κάτι μπλεγμένο (α. «μού πήρε ώρα να ξεμπλέξω τα καλώδια» β. «έχει τόσο μακριά μαλλιά που δεν μπορεί να τά ξεμπλέξει»)
2. απαλλάσσομαι από μπλέξιμο ή από δυσάρεστη υπόθεση, ξεμπερδεύω
3. εξομαλύνω μια κατάστασηέτσι όπως έγιναν τα πράγματα, άντε να τά ξεμπλέξεις τώρα»)
4. αποσυμπλέκω, ξεπλέκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μπλέκω].