ἀπολέμητος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0311.png Seite 311]] unbekriegt, [[χώρα]] Pol. 3, 90.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0311.png Seite 311]] unbekriegt, [[χώρα]] Pol. 3, 90.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολέμητος:''' [[не охваченный войной]] Polyb., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολέμητος]], -ον) [[πολεμώ]]<br />όποιος δεν έχει υποστεί τα [[δεινά]] του πολέμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν δέχθηκε εχθρική [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πολέμησε<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακαταμάχητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολέμητος]], -ον) [[πολεμώ]]<br />όποιος δεν έχει υποστεί τα [[δεινά]] του πολέμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν δέχθηκε εχθρική [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πολέμησε<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακαταμάχητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολέμητος:''' [[не охваченный войной]] Polyb., Luc.
}}
}}

Revision as of 18:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολέμητος Medium diacritics: ἀπολέμητος Low diacritics: απολέμητος Capitals: ΑΠΟΛΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: apolémētos Transliteration B: apolemētos Transliteration C: apolemitos Beta Code: a)pole/mhtos

English (LSJ)

ον, not warred on, Plb.3.90.7, Luc.DDeor.20.12.

Spanish (DGE)

-ον
1 contra el que no se ha hecho la guerra χώρα Plb.3.90.7, ἀπολέμητος ἡμῖν ἡ τοῦ πατρὸς ἀρχή el reino de mi padre está libre de guerra Luc.DIud.20.12, τὸ τέλειον γένος Ph.1.513.
2 fig. invencible de la paz de Cristo, Meth.Palm.M.18.389C.

German (Pape)

[Seite 311] unbekriegt, χώρα Pol. 3, 90.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολέμητος: не охваченный войной Polyb., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολέμητος: -ον, ὁ μὴ πολεμηθείς, ὁ μὴ ὑποστὰς τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου, χώραν πολλῶν χρόνων ἀπολέμητον Πολύβ. 3. 90, 7. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 12, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπολέμητος, -ον) πολεμώ
όποιος δεν έχει υποστεί τα δεινά του πολέμου
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν δέχθηκε εχθρική επίθεση
2. αυτός που δεν πολέμησε
μσν.
ο ακαταμάχητος.