ἀρτιφαής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτιφαής''': -ές, ὁ ἄρτι ἀνακτησάμενος τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν [[αὐτοῦ]], Νόνν. μετάφ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 88. ΙΙ. ἐπὶ τῆς σελήνης, ἡ ἄρτι ἀρξαμένη λάμπειν, [[μήνη]] ἀρτιφαὴς [[σέλας]] ὑγρὸν ἀποστίλβουσα ὁ αὐτ. Δ. 5. 165.
|lstext='''ἀρτιφαής''': -ές, ὁ ἄρτι ἀνακτησάμενος τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, Νόνν. μετάφ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 88. ΙΙ. ἐπὶ τῆς σελήνης, ἡ ἄρτι ἀρξαμένη λάμπειν, [[μήνη]] ἀρτιφαὴς [[σέλας]] ὑγρὸν ἀποστίλβουσα ὁ αὐτ. Δ. 5. 165.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιφαής]], -ές (AM)<br />αυτός που [[τώρα]] [[μόλις]] άρχισε να λάμπει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάος]] ([[πρβλ]]. [[αμφιφαής]])].
|mltxt=[[ἀρτιφαής]], -ές (AM)<br />αυτός που [[τώρα]] [[μόλις]] άρχισε να λάμπει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάος]] ([[πρβλ]]. [[αμφιφαής]])].
}}
}}

Revision as of 19:35, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιφᾰής Medium diacritics: ἀρτιφαής Low diacritics: αρτιφαής Capitals: ΑΡΤΙΦΑΗΣ
Transliteration A: artiphaḗs Transliteration B: artiphaēs Transliteration C: artifais Beta Code: a)rtifah/s

English (LSJ)

ές, newly shining, μήνη Nonn.D.5.165.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐφᾰής) -ές
1 que empieza a brillar μήνη Nonn.D.5.165, σελήνη Eutecnius C.Par.39.2, de la estrella de los Reyes Mayos, Gr.Naz.M.37.429A.
2 que empieza a ver la luz de un ciego curado, Nonn.Par.Eu.Io.9.17.

German (Pape)

[Seite 362] ές, eben wieder erscheinend, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιφαής: -ές, ὁ ἄρτι ἀνακτησάμενος τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, Νόνν. μετάφ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 88. ΙΙ. ἐπὶ τῆς σελήνης, ἡ ἄρτι ἀρξαμένη λάμπειν, μήνη ἀρτιφαὴς σέλας ὑγρὸν ἀποστίλβουσα ὁ αὐτ. Δ. 5. 165.

Greek Monolingual

ἀρτιφαής, -ές (AM)
αυτός που τώρα μόλις άρχισε να λάμπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής)].