ἀσπορία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asporia | |Transliteration C=asporia | ||
|Beta Code=a)spori/a | |Beta Code=a)spori/a | ||
|Definition=ἡ, [[barrenness]], | |Definition=ἡ, [[barrenness]], Man.4.585. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, barrenness, Man.4.585.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ esterilidad Man.4.585, Orac.Sib.3.542.
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, das Nichtsäen, Maneth. 4, 585; das Nichtzeugen von Kindern, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπορία: ἡ, στείρωσις, ἀκαρπία, Μανέθ. 4. 585, Χρ. Σιβυλλ. 3. 542.
Greek Monolingual
η (AM ἀσπορία) άσπορος
νεοελλ.
η έλλειψη σπόρων, η κακή σοδειά από δημητριακά και όσπρια
μσν.
η γέννηση χωρίς σπέρμα (η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία)
αρχ.
η στειρότητα, η ατεκνία.