ἀτεκνόω: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0384.png Seite 384]] kinderlos machen, Anth. XIV, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0384.png Seite 384]] kinderlos machen, Anth. XIV, 40.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεκνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτεκνόω''': καθιστῶ τινα ἄτεκνον, Εὐστ. Πονημάτ. 306. 55: - Παθ. στεροῦμαι τῶν τέκνων μου, Ἀνθ. Π. 14, 40­­­ - ἐπὶ γῆς, εἶμαι [[ἄγονος]], Ἑβδ. (Δ΄, Βασ. β΄, 19), [[ἔνθα]] διάφ. γρ. ἀτεκνουμένη, ἀλλὰ πρβλ. τὴν νέαν ἐκ τοῦ Ἑβρ. μετάφρ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρείας.­­­­­­­ ― Οὐσιαστ., ἀτέκνωσις, ἡ, [[στείρωσις]], Βασιλ. τ. 2. σ. 121Α.
|lstext='''ἀτεκνόω''': καθιστῶ τινα ἄτεκνον, Εὐστ. Πονημάτ. 306. 55: - Παθ. στεροῦμαι τῶν τέκνων μου, Ἀνθ. Π. 14, 40­­­ - ἐπὶ γῆς, εἶμαι [[ἄγονος]], Ἑβδ. (Δ΄, Βασ. β΄, 19), [[ἔνθα]] διάφ. γρ. ἀτεκνουμένη, ἀλλὰ πρβλ. τὴν νέαν ἐκ τοῦ Ἑβρ. μετάφρ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρείας.­­­­­­­ ― Οὐσιαστ., ἀτέκνωσις, ἡ, [[στείρωσις]], Βασιλ. τ. 2. σ. 121Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεκνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτεκνόω Medium diacritics: ἀτεκνόω Low diacritics: ατεκνόω Capitals: ΑΤΕΚΝΟΩ
Transliteration A: ateknóō Transliteration B: ateknoō Transliteration C: ateknoo Beta Code: a)tekno/w

English (LSJ)

make childless:— Pass., of the earth, to be barren, LXX 4 Ki.2.19.

Spanish (DGE)

1 tr. privar de hijos, de descendencia πάτρα γάρ μ' ἀτέκνωσε IMEG 13.11, Αἴγυπτον ἠτέκνωσας Melit.Pasch.231, cf. 17, en v. pas., LXX Ge.27.45, Os.9.12, Melit.Pasch.92
fig. τὴν ἀδικίαν ἀτεκνώσας Melit.Pasch.487
abs. esterilizar la tierra τὰ Ἰεριχούντια ῥεύματα ἀτεκνοῦντα Isid.Pel.Ep.M.78.189B, τῆς ἀτεκνούσης πηγῆς Const.App.7.37.3.
2 intr. ser estéril de ovejas, LXX Ca.4.2.

German (Pape)

[Seite 384] kinderlos machen, Anth. XIV, 40.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre stérile.
Étymologie: ἄτεκνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεκνόω: καθιστῶ τινα ἄτεκνον, Εὐστ. Πονημάτ. 306. 55: - Παθ. στεροῦμαι τῶν τέκνων μου, Ἀνθ. Π. 14, 40­­­ - ἐπὶ γῆς, εἶμαι ἄγονος, Ἑβδ. (Δ΄, Βασ. β΄, 19), ἔνθα διάφ. γρ. ἀτεκνουμένη, ἀλλὰ πρβλ. τὴν νέαν ἐκ τοῦ Ἑβρ. μετάφρ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρείας.­­­­­­­ ― Οὐσιαστ., ἀτέκνωσις, ἡ, στείρωσις, Βασιλ. τ. 2. σ. 121Α.

Greek Monotonic

ἀτεκνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον άτεκνο — Παθ., στερούμαι τα παιδιά μου, σε Ανθ.

Middle Liddell


to make childless:— Pass. to be deprived of children, Anth.