ἀχρωμάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0420.png Seite 420]] ungefärbt, Plut. adv. Col. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0420.png Seite 420]] ungefärbt, Plut. adv. Col. 7.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχρωμάτιστος:''' [[бесцветный]], [[неокрашенный]] (τὰ νέφη Arst.; [[σῶμα]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχρωμάτιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει χρωματιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ανήκει σε [[καμιά]] [[πολιτική]] [[παράταξη]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχρωμάτιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει χρωματιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ανήκει σε [[καμιά]] [[πολιτική]] [[παράταξη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχρωμάτιστος:''' [[бесцветный]], [[неокрашенный]] (τὰ νέφη Arst.; [[σῶμα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρωμάτιστος Medium diacritics: ἀχρωμάτιστος Low diacritics: αχρωμάτιστος Capitals: ΑΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: achrōmátistos Transliteration B: achrōmatistos Transliteration C: achromatistos Beta Code: a)xrwma/tistos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, uncoloured, Arist.Mete.371b9, 377b1, Thphr.Od.31. Adv. -τως [Lib.]Decl.30.5.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene color πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.Mete.371b9, cf. 377b1, σῶμα ἀ. Epicur.Fr.[16] 4, de plantas op. κεχρωματισμένα Thphr.Od.31.
2 adv. -ως sin color ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.Descr.30.5.

German (Pape)

[Seite 420] ungefärbt, Plut. adv. Col. 7.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρωμάτιστος: бесцветный, неокрашенный (τὰ νέφη Arst.; σῶμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρωμάτιστος: -ον, ὁ μὴ κεχρωματισμένος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 6., 3. 6, 1, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 31. ― Ἐπίρρ. -τως Λιβάν. 4. 1070.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχρωμάτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει χρωματιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη.