ἐκμαρτύριον: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐκμαρτύριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μαρτυρικό [[έγγραφο]] παραδεκτό μόνο ως [[τεκμήριο]] σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια<br /><b>μσν.</b><br />μαρτυρική [[κατάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πιστοποίηση]] που γίνεται [[δεκτή]] ως έγκυρη. | |mltxt=το (AM [[ἐκμαρτύριον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μαρτυρικό [[έγγραφο]] παραδεκτό μόνο ως [[τεκμήριο]] σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια<br /><b>μσν.</b><br />μαρτυρική [[κατάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πιστοποίηση]] που γίνεται [[δεκτή]] ως έγκυρη. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, = [[ἐκμαρτυρία]], Suid. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, A evidence, Anon. ap. Suid.; ἐν ἐκμαρτυριοις Just.Nov.90.2. II official certificate, PMasp.87.21 (vi A.D.), BGU1094.16 (vi A.D.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
jur.
1 testimonio δευτέρῳ ἐκμαρτυρίῳ χρήσασθαι Iambl.Fr.36.
2 prueba testifical Iust.Nou.90.2
•testimoniales o documento preliminar presentado por la defensa antes de un juicio Φλ(άυιο)ς ... ἔκδικος ... ἐκδέδωκα τὸ ἐ. ὡς πρόκειται BGU 1094.16, cf. PMasp.87.21, 254, POxy.1882.15 (todos VI d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμαρτύριον: τό, μαρτυρικόν, Βυζ.
Greek Monolingual
το (AM ἐκμαρτύριον)
νεοελλ.
μαρτυρικό έγγραφο παραδεκτό μόνο ως τεκμήριο σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια
μσν.
μαρτυρική κατάθεση
αρχ.
πιστοποίηση που γίνεται δεκτή ως έγκυρη.
German (Pape)
τό, = ἐκμαρτυρία, Suid.