ἐμπεριγράφω: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπεριγράφω:''' (в чем-л.) описывать, выражать Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμπεριγράφω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδιορίζω]], [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[περικλείω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[χαράζω]]. | |mltxt=[[ἐμπεριγράφω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδιορίζω]], [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[περικλείω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[χαράζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], comprehend in a thing, v.l. for συμπεριγράφω, S.E.P.1.206 (Pass.); describe around, κύκλον τηλία Poll.9.108.
Spanish (DGE)
circunscribir τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero Geom.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares Gr.Nyss.Hom.Par.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3.
German (Pape)
[Seite 812] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεριγράφω: (в чем-л.) описывать, выражать Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριγράφω: ἐμπεριλαμβάνω, Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· περιγράφω, Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3.
Greek Monolingual
ἐμπεριγράφω (AM)
μσν.
προσδιορίζω, περιγράφω
αρχ.
1. περιορίζω, περικλείω
2. περιγράφω, χαράζω.