ἐνσώματος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ensomatos
|Transliteration C=ensomatos
|Beta Code=e)nsw/matos
|Beta Code=e)nsw/matos
|Definition=ον, [[corporeal]], opp. [[ἀσώματος]], <span class="bibl">Ph.1.43</span>.
|Definition=ἐνσώματον, [[corporeal]], opp. [[ἀσώματος]], Ph.1.43.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσώμᾰτος Medium diacritics: ἐνσώματος Low diacritics: ενσώματος Capitals: ΕΝΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: ensṓmatos Transliteration B: ensōmatos Transliteration C: ensomatos Beta Code: e)nsw/matos

English (LSJ)

ἐνσώματον, corporeal, opp. ἀσώματος, Ph.1.43.

Spanish (DGE)

-ον
1 corpóreo op. ἀσώματος Ph.1.43.
2 crist. encarnado, hecho carne de Cristo ἡ ἐ. παρουσία τοῦ Σωτῆρος Ath.Al.M.26.124A, cf. Epiph.Const.Haer.69.64.5, Cyr.Al.Chr.Un.769b, βίος Cyr.Al.Luc.1.312.2, Περὶ ἐνσωμάτου θεοῦ tít. de una obra de Melitón, Eus.HE 4.26.2.
3 corporal, propio del cuerpo οὐσία op. ἔννους y ἔμψυχος Porph.ad Il.113.14, ἁμαρτία Clem.Al.Strom.4.25.158, φύσις Gr.Nyss.Eun.2.207, ζωή Cyr.Al.M.68.1017A.

German (Pape)

[Seite 853] eingekörpert, körperlich, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσώμᾰτος: -ον, ὁ, ὁ ἔχων σῶμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀσώματος, Φίλων 1. 43, 13. ΙΙ. ὁ ἐν σώματι, ὁ ἐν σαρκί, ἐνσώματον παρουσίαν τοῦ σωτῆρος Ἀθαν. κατὰ Ἀρειαν. τ. 2, σ. 360.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνσώματος, -ον) ενσωματώ
1. αυτός που έχει σώμα, ένσαρκος
νεοελλ.
φρ. «ενσώματο πράγμα» — κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει συγκεκριμένη υπόσταση, που είναι υπαρκτό ως πράγμα.