Θρᾴκιος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Θρᾳκικός]].
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Θρᾳκικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''Θρᾴκιος:''' эп.-ион. [[Θρηΐκιος]], поэт. тж. [[Θρῄκιος]] 3 фракийский Thuc., Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Θρᾴκιος:''' -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. [[Θρῄκιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Τραγ.· [[Σάμος]] [[Θρηϊκίη]] = [[Σαμοθρᾴκη]], σε Ιλ.
|lsmtext='''Θρᾴκιος:''' -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. [[Θρῄκιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Τραγ.· [[Σάμος]] [[Θρηϊκίη]] = [[Σαμοθρᾴκη]], σε Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''Θρᾴκιος:''' эп.-ион. [[Θρηΐκιος]], поэт. тж. [[Θρῄκιος]] 3 фракийский Thuc., Xen.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[θραίκιος]]) [[thracian]]
|woodrun=(see also: [[θραίκιος]]) [[thracian]]
}}
}}

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θρᾴκιος Medium diacritics: Θρᾴκιος Low diacritics: Θράκιος Capitals: ΘΡΑΚΙΟΣ
Transliteration A: Thrā́ikios Transliteration B: Thrakios Transliteration C: THrakios Beta Code: *qra/|kios

English (LSJ)

α, ον, Thracian, Th.5.10, etc.: Ion. Θρηΐκιος, η, ον, Il.10.559, Hdt.1.168 codd.:—contr. Θρῄκιος, α, ον (-ος, ον E.Fr.369.4 (lyr.)), A.Ag.654, E.Hec.36:—Σάμος Θρηϊκίη,= Σαμοθράκη, Il.13.13. [Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος Phanocl.1.1, A.R.4.905.]

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Θρᾳκικός.

Russian (Dvoretsky)

Θρᾴκιος: эп.-ион. Θρηΐκιος, поэт. тж. Θρῄκιος 3 фракийский Thuc., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

Θρᾴκιος: -α, -ον, ἐκ Θρᾴκης, Θουκ., κλ.· Ἰων. Θρηΐκιος, η, ον, Ἰλ. Κ. 559, Ἡρόδ.· συνῃρ. Θρῄκιος, α, ον, Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 564, Εὐρ. Ἑκ. 36· Σάμος Θρῃϊκίη = Σαμοθρᾴκη, Ἰλ. Ν. 12. Θρηῐκιος παρ’ Ὁμ.· Θρηῑκιος, Φανοκλ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903.

Greek Monolingual

ο, θηλ. Θρακιά Θράκη
αυτός που κατάγεται από τη Θράκη.

Greek Monotonic

Θρᾴκιος: -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], , -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. Θρῄκιος, , -ον, σε Τραγ.· Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθρᾴκη, σε Ιλ.

English (Woodhouse)

(see also: θραίκιος) thracian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)