διαθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[calentar enteramente]], [[penetrar de calor]] οἶνος ... ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων Plu.2.799b, ἡ μὲν (<i>sc</i>. τῆς ζωῆς [[δύναμις]]) διαθάλπει τὸ πᾶν τῇ θερμότητι Gr.Nyss.M.44.241C, en v. pas. ὅταν μὲν γὰρ ἡ θέρειος (<i>sc</i>. ὥρα) ... διαθάλπηται (por el sol), Heraclit.<i>All</i>.8, (τὸ ὄστρεον) ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις ... διαθαλπόμενον Basil.<i>Hex</i>.7.3.
|dgtxt=[[calentar enteramente]], [[penetrar de calor]] οἶνος ... ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων Plu.2.799b, ἡ μὲν (<i>[[sc.]]</i> τῆς ζωῆς [[δύναμις]]) διαθάλπει τὸ πᾶν τῇ θερμότητι Gr.Nyss.M.44.241C, en v. pas. ὅταν μὲν γὰρ ἡ θέρειος (<i>[[sc.]]</i> ὥρα) ... διαθάλπηται (por el sol), Heraclit.<i>All</i>.8, (τὸ ὄστρεον) ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις ... διαθαλπόμενον Basil.<i>Hex</i>.7.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:20, 27 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθάλπω Medium diacritics: διαθάλπω Low diacritics: διαθάλπω Capitals: ΔΙΑΘΑΛΠΩ
Transliteration A: diathálpō Transliteration B: diathalpō Transliteration C: diathalpo Beta Code: diaqa/lpw

English (LSJ)

warm through, Plu.2.799b.

Spanish (DGE)

calentar enteramente, penetrar de calor οἶνος ... ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων Plu.2.799b, ἡ μὲν (sc. τῆς ζωῆς δύναμις) διαθάλπει τὸ πᾶν τῇ θερμότητι Gr.Nyss.M.44.241C, en v. pas. ὅταν μὲν γὰρ ἡ θέρειος (sc. ὥρα) ... διαθάλπηται (por el sol), Heraclit.All.8, (τὸ ὄστρεον) ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις ... διαθαλπόμενον Basil.Hex.7.3.

German (Pape)

[Seite 578] durchwärmen, Plut. reip. ger. praec. 3.

French (Bailly abrégé)

pénétrer d'une douce chaleur.
Étymologie: διά, θάλπω.

Greek (Liddell-Scott)

διαθάλπω: ἐντελῶς θερμαίνω, Πλούτ. 2. 799R.

Russian (Dvoretsky)

διαθάλπω: наполнять теплотой, согревать (οἶνος διαθάλπων τὸν πίνοντα Plut.).