διαθάλπω
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
warm through, Plu.2.799b.
Spanish (DGE)
calentar enteramente, penetrar de calor οἶνος ... ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων Plu.2.799b, ἡ μὲν (sc. τῆς ζωῆς δύναμις) διαθάλπει τὸ πᾶν τῇ θερμότητι Gr.Nyss.M.44.241C, en v. pas. ὅταν μὲν γὰρ ἡ θέρειος (sc. ὥρα) ... διαθάλπηται (por el sol), Heraclit.All.8, (τὸ ὄστρεον) ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις ... διαθαλπόμενον Basil.Hex.7.3.
German (Pape)
[Seite 578] durchwärmen, Plut. reip. ger. praec. 3.
French (Bailly abrégé)
pénétrer d'une douce chaleur.
Étymologie: διά, θάλπω.
Greek (Liddell-Scott)
διαθάλπω: ἐντελῶς θερμαίνω, Πλούτ. 2. 799R.
Russian (Dvoretsky)
διαθάλπω: наполнять теплотой, согревать (οἶνος διαθάλπων τὸν πίνοντα Plut.).