γαλόως: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br /><i>att.</i> [[γάλως]];<br />belle-sœur, sœur du mari.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> glos ; le α introduit en grec par vocalisation du *l°.
|btext=(ἡ) :<br /><i>att.</i> [[γάλως]];<br />belle-sœur, sœur du mari.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> glos ; le α introduit en grec par vocalisation du *l°.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλόως:''' γαλόω ἡ (dat. sing. и nom. pl. γᾰλόῳ) золовка, сестра мужа Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 16: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γαλόως:''' [ᾰ], ἡ, γεν. <i>γαλόω</i>, δοτ. και ονομ. πληθ. <i>γαλόῳ</i>, σε Αττ. [[γάλως]], γεν. <i>γάλω</i>, [[αδερφή]] του συζύγου ή [[γυναίκα]] του αδερφού, «[[κουνιάδα]]» ή «[[νύφη]]», Λατ. [[glos]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''γαλόως:''' [ᾰ], ἡ, γεν. <i>γαλόω</i>, δοτ. και ονομ. πληθ. <i>γαλόῳ</i>, σε Αττ. [[γάλως]], γεν. <i>γάλω</i>, [[αδερφή]] του συζύγου ή [[γυναίκα]] του αδερφού, «[[κουνιάδα]]» ή «[[νύφη]]», Λατ. [[glos]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλόως:''' γαλόω ἡ (dat. sing. и nom. pl. γᾰλόῳ) золовка, сестра мужа Hom.
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 472] όω, ἡ, att. γάλως, ω, Mannsschwester, Schwägerin, Latein. glos, Apollon. Lex. Homer. p. 53, 31 γάλως ἀνδρὸς ἀδελφή, vgl. Scholl. Iliad. 3, 122. 22, 473; γαλόῳ dativ. sing. Iliad. 3, 122, γαλόῳ nomin. plur. 22, 473, γαλόων genit. plur. 6, 378. 383. 24, 769; – γάλον steht Phot. cod. 279.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
att. γάλως;
belle-sœur, sœur du mari.
Étymologie: cf. lat. glos ; le α introduit en grec par vocalisation du *l°.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλόως: γαλόω ἡ (dat. sing. и nom. pl. γᾰλόῳ) золовка, сестра мужа Hom.

Greek (Liddell-Scott)

γαλόως: ἡ, γεν. γαλόω, δοτ. καὶ ὀνομ. πληθ. γαλόῳ, Ἰλ. Γ. 122., Χ. 473 · Ἀττ. γάλως, γεν. γάλω·― ἀνδραδέλφη ἢ γυνὴ τοῦ αδελφοῦ Λατ. glos (πρβλ. Κούρτ. 124), Ἰλ., κτλ. Τό ἀνάλογον ἀρσ. εἶναι δαήρ· πρβλ. ὡσαύτως ἀέλιοι.

English (Autenrieth)

dat. sing. and nom. pl. γαλόῳ: husband's sister. Il.

Spanish (DGE)

v. γάλως.

Greek Monotonic

γαλόως: [ᾰ], ἡ, γεν. γαλόω, δοτ. και ονομ. πληθ. γαλόῳ, σε Αττ. γάλως, γεν. γάλω, αδερφή του συζύγου ή γυναίκα του αδερφού, «κουνιάδα» ή «νύφη», Λατ. glos, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).