θάσσων: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>Cp. de</i> [[ταχύς]].
|btext=<i>Cp. de</i> [[ταχύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''θάσσων:''' атт. [[θάττων]] compar. к [[ταχύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θάσσων:''' Αττ. [[θάττων]], συγκρ. του [[ταχύς]], [[ταχύτερος]], γρηγορότερος· ουδ. [[θᾶσσον]] ως επίρρ., περισσότερο [[γρήγορα]], πιο [[γρήγορα]].
|lsmtext='''θάσσων:''' Αττ. [[θάττων]], συγκρ. του [[ταχύς]], [[ταχύτερος]], γρηγορότερος· ουδ. [[θᾶσσον]] ως επίρρ., περισσότερο [[γρήγορα]], πιο [[γρήγορα]].
}}
{{elru
|elrutext='''θάσσων:''' атт. [[θάττων]] compar. к [[ταχύς]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάσσων Medium diacritics: θάσσων Low diacritics: θάσσων Capitals: ΘΑΣΣΩΝ
Transliteration A: thássōn Transliteration B: thassōn Transliteration C: thasson Beta Code: qa/sswn

English (LSJ)

Att. θάττων, v. ταχύς. θάτας· θῆτας (θύτας cod.), τοὺς δούλους (Cypr.), Hsch. θατέρᾳ, θάτερον, v. ἕτερος.

German (Pape)

[Seite 1188] att. θάττων, ον, comparat. von ταχύς, sch neller, Hom. u. Folgde. S. ταχύς.

French (Bailly abrégé)

Cp. de ταχύς.

Russian (Dvoretsky)

θάσσων: атт. θάττων compar. к ταχύς.

Greek (Liddell-Scott)

θάσσων: Ἀττ. θάττων, ἴδε ἐν λ. ταχύς.

English (Autenrieth)

see ταχύς.

Greek Monolingual

θάσσων, νεώτ. αττ. τ. θάττων, -ον (Α)
(συγκρ. του ταχύς) ταχύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.

Greek Monotonic

θάσσων: Αττ. θάττων, συγκρ. του ταχύς, ταχύτερος, γρηγορότερος· ουδ. θᾶσσον ως επίρρ., περισσότερο γρήγορα, πιο γρήγορα.

Frisk Etymological English

Meaning: quicker
Other forms: att. θάττων
See also: s. ταχύς.

Middle Liddell

[comp. of ταχύς
quicker, swifter: neut. θᾶσσον as adv., more quickly.

Frisk Etymology German

θάσσων: {thássōn}
Forms: att. θάττων
Meaning: schneller
See also: s. ταχύς.
Page 1,655