κάλλιστος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=η, ον :<br /><i>Sp. de</i> [[καλός]].
|btext=η, ον :<br /><i>Sp. de</i> [[καλός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάλλιστος''': -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ [[καλός]]· ἴδε [[καλός]] Β.
|elnltext=κάλλιστος -η -ον superl. van καλός.
}}
{{elru
|elrutext='''κάλλιστος:''' superl. к [[καλός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κάλλιστος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> υπερθ. του [[καλός]].<br /><b class="num">2.</b> βλ. [[καλός]] Β.
|lsmtext='''κάλλιστος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> υπερθ. του [[καλός]].<br /><b class="num">2.</b> βλ. [[καλός]] Β.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάλλιστος:''' superl. к [[καλός]].
|lstext='''κάλλιστος''': -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ [[καλός]]· ἴδε [[καλός]] Β.
}}
{{elnl
|elnltext=κάλλιστος -η -ον superl. van καλός.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιστος Medium diacritics: κάλλιστος Low diacritics: κάλλιστος Capitals: ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kállistos Transliteration B: kallistos Transliteration C: kallistos Beta Code: ka/llistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of καλός; v. καλός B.

German (Pape)

[Seite 1311] superl. zu καλός, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de καλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλιστος -η -ον superl. van καλός.

Russian (Dvoretsky)

κάλλιστος: superl. к καλός.

English (Autenrieth)

see κᾶλός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάλλιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του καλός) ο άριστος, ο πάρα πολύ καλός.
επίρρ...
κάλλιστα (AM κάλλιστα και καλλίστως)
πολύ καλά, άριστα
αρχ.
φρ. «κάλλιστ' ἀκούω» — έχω πολύ καλή φήμη (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.

Greek Monotonic

κάλλιστος: -η, -ον,
1. υπερθ. του καλός.
2. βλ. καλός Β.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιστος: -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ καλός· ἴδε καλός Β.

Middle Liddell

κάλλιστος, η, ον [Sup. of καλός: v. καλός B.]

English (Woodhouse)

fairest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)