θηρατής: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[θηράω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[θηράω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηρᾱτής:''' οῦ ὁ досл. охотник, перен. ловец (λόγων Arph.; δόξης Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, = [[θηρευτικός]]· μεταφ., τὰ θηρατὰ [[τῶν]] [[φίλων]], τεχνάσματα μέσω των οποίων [[κάποιος]] κερδίζει φίλους, σε Ξεν. | |lsmtext='''θηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, = [[θηρευτικός]]· μεταφ., τὰ θηρατὰ [[τῶν]] [[φίλων]], τεχνάσματα μέσω των οποίων [[κάποιος]] κερδίζει φίλους, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θηρᾱτής, οῦ, = θηρᾱτήρ; metaph., θ. λόγων]<br />one who hunts for words, Ar. | |mdlsjtxt=θηρᾱτής, οῦ, = θηρᾱτήρ; metaph., θ. λόγων]<br />one who hunts for words, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (θηράω) hunter, Ael.NA13.12, PSI3.222.7 (iii A.D.): metaph., θ. λόγων Ar.Nu.358; δόξης D.L.8.8; τῶν ἀδήλων Philostr.Jun.Im. 1.
German (Pape)
[Seite 1209] ὁ, der Jäger; ἀνήρ Ael. H. A. 13, 12; übertr., λόγων Ar. Nubb. 357; δόξης D. L. 8, 8.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θηράω.
Russian (Dvoretsky)
θηρᾱτής: οῦ ὁ досл. охотник, перен. ловец (λόγων Arph.; δόξης Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
θηρᾱτής: -οῦ, ὁ (θηράω) κυνηγός, Αἰλ. π. Ζ. 13. 12· μεταφ., θ. λόγων, Λατ. auceps verborum, Ἀριστοφ. Νεφ. 358· δόξης Διογ. Λ. 8. 8, κτλ.
Greek Monolingual
θηρατής, ὁ (Α) θηρώ
1. κυνηγός
2. μτφ. αυτός που επιδιώκει, που κυνηγά κάτι (α. «θηρατὴς λόγων», Αριστοφ.
β. «θηρατὴς δόξης», Διογ. Λαέρ.).
Greek Monotonic
θηρᾱτής: -οῦ, ὁ, = θηρευτικός· μεταφ., τὰ θηρατὰ τῶν φίλων, τεχνάσματα μέσω των οποίων κάποιος κερδίζει φίλους, σε Ξεν.
Middle Liddell
θηρᾱτής, οῦ, = θηρᾱτήρ; metaph., θ. λόγων]
one who hunts for words, Ar.