καθαιρέτης: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui renverse, destructeur.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιρέω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui renverse, destructeur.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καθαιρέτης -ου, ὁ [καθαιρέω] vernietiger. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθαιρέτης:''' ου ὁ истребитель, покоритель (πολεμίων Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καθαιρέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταλύει, καταρρίπτει, ανατρέπει, σε Θουκ. | |lsmtext='''καθαιρέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταλύει, καταρρίπτει, ανατρέπει, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καθαιρέτης''': -ου, ὁ, ὁ καθαιρῶν, καταβάλλων, καταρρίπτων, πολεμίων Θουκ. 4. 83· Καίσαρος Δίων Κ. 44. 1. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[καθαιρέτης]], ου,<br />a putter [[down]], overthrower, Thuc. [from [[καθαιρέω]] | |mdlsjtxt=[[καθαιρέτης]], ου,<br />a putter [[down]], overthrower, Thuc. [from [[καθαιρέω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:33, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A overthrower, πολεμίων Th.4.83; Καίσαρος D.C.44.1. II house-breaker (?), BGU14v12 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, der niederreißt, der Zerstörer, Vernichter; καθ. ὧν ἂν αὐτὸς ἀποφαίνῃ πολεμίων Thuc. 4, 83; Sp., καθαιρέται τοῦ Καίσαρος, die Mörder, D. Cass. 44, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui renverse, destructeur.
Étymologie: καθαιρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθαιρέτης -ου, ὁ [καθαιρέω] vernietiger.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαιρέτης: ου ὁ истребитель, покоритель (πολεμίων Thuc.).
Greek Monolingual
καθαιρέτης, ὁ, θηλ. καθαιρέτις, -ιδος (AM) καθαιρώ
ανατροπέας, αυτός που καθαιρεί, που καταλύει, που κατατροπώνει («καθαιρέτης πολεμίων», Θουκ.).
Greek Monotonic
καθαιρέτης: -ου, ὁ, αυτός που καταλύει, καταρρίπτει, ανατρέπει, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καθαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ καθαιρῶν, καταβάλλων, καταρρίπτων, πολεμίων Θουκ. 4. 83· Καίσαρος Δίων Κ. 44. 1.
Middle Liddell
καθαιρέτης, ου,
a putter down, overthrower, Thuc. [from καθαιρέω