καμπτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> courbé;<br /><b>2</b> flexible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κάμπτω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> courbé;<br /><b>2</b> flexible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κάμπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καμπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναται νὰ κάμψῃ τις, Πλάτ. Τίμ. 44Ε, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = καμπτὴρ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 28, Ἐτυμ. Μ. 609. 29, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.
|elnltext=καμπτός -ή -όν [κάμπτω] buigzaam.
}}
{{elru
|elrutext='''καμπτός:''' [[сгибающийся]], [[гибкий]] (κῶλα Plat.; μόρια Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καμπτός]], -ή, -όν) [[κάμπτω]]<br />αυτός που μπορεί να καμφθεί, [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καμπτός]]<br />α) [[καμπτήρας]]<br />β) [[πτέρυγα]], [[πλευρό]].
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καμπτός]], -ή, -όν) [[κάμπτω]]<br />αυτός που μπορεί να καμφθεί, [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καμπτός]]<br />α) [[καμπτήρας]]<br />β) [[πτέρυγα]], [[πλευρό]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καμπτός:''' [[сгибающийся]], [[гибкий]] (κῶλα Plat.; μόρια Arst.).
|lstext='''καμπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναται νὰ κάμψῃ τις, Πλάτ. Τίμ. 44Ε, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = καμπτὴρ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 28, Ἐτυμ. Μ. 609. 29, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.
}}
{{elnl
|elnltext=καμπτός -ή -όν [κάμπτω] buigzaam.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[pliant]]
|woodrun=[[pliant]]
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπτός Medium diacritics: καμπτός Low diacritics: καμπτός Capitals: ΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: kamptós Transliteration B: kamptos Transliteration C: kamptos Beta Code: kampto/s

English (LSJ)

ή, όν, A flexible, Pl. Ti.44e, Arist.Mete.385a13, al. II masc. as substantive, = καμπτήρ ΙΙ, Aq.Pr.2.9, Sch.Ar.Nu.28, v.l. in EM609.29 and Choerob.in Theod. 2.151. 2 flank, Hippiatr.32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé;
2 flexible.
Étymologie: adj. verb. de κάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμπτός -ή -όν [κάμπτω] buigzaam.

Russian (Dvoretsky)

καμπτός: сгибающийся, гибкий (κῶλα Plat.; μόρια Arst.).

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καμπτός, -ή, -όν) κάμπτω
αυτός που μπορεί να καμφθεί, εύκαμπτος, ευλύγιστος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.καμπτός
α) καμπτήρας
β) πτέρυγα, πλευρό.

Greek (Liddell-Scott)

καμπτός: -ή, -όν, ὃν δύναται νὰ κάμψῃ τις, Πλάτ. Τίμ. 44Ε, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = καμπτὴρ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 28, Ἐτυμ. Μ. 609. 29, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.

English (Woodhouse)

pliant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)