κοσμοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr l'univers.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[φθείρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr l'univers.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[φθείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμοφθόρος:''' ὁ [[разрушитель мира]] (βασιλεῦς Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοσμοφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, σε Ανθ.
|lsmtext='''κοσμοφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμοφθόρος:''' ὁ [[разрушитель мира]] (βασιλεῦς Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοσμο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[destroying]] the [[world]], Anth.
|mdlsjtxt=κοσμο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[destroying]] the [[world]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοφθόρος Medium diacritics: κοσμοφθόρος Low diacritics: κοσμοφθόρος Capitals: ΚΟΣΜΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: kosmophthóros Transliteration B: kosmophthoros Transliteration C: kosmofthoros Beta Code: kosmofqo/ros

English (LSJ)

ον, destroying the world, AP11.270.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr l'univers.
Étymologie: κόσμος, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοφθόρος:разрушитель мира (βασιλεῦς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὸν κόσμον, Ἀνθ. Π. 11. 270.

Greek Monolingual

κοσμοφθόρος, -ον (ΑM)
αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» — τον λέοντα [της Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.

Greek Monotonic

κοσμοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

κοσμο-φθόρος, ον φθείρω
destroying the world, Anth.