λιθοφόρος: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte des pierres;<br /><b>2</b> ὁ [[λιθοφόρος]] machine à lancer des pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte des pierres;<br /><b>2</b> ὁ [[λιθοφόρος]] machine à lancer des pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐθοφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ Polyb. = [[λιθοβόλος]].<br />служащий для перевозки камней (ὁλκάδες Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = [[λιθοβόλος]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''λῐθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = [[λιθοβόλος]], σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῐθο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[carrying]] stones:—as [[substantive]], = [[λιθοβόλος]], Polyb. | |mdlsjtxt=λῐθο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[carrying]] stones:—as [[substantive]], = [[λιθοβόλος]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, carrying stones, ὁλκάδες DS. 13.78; κεραῖαι Moschio ap. Ath. 5.208d; ἱερεύς IG 3.296. as substantive λ., ὁ, = λιθοβόλος I. 2, Plb. 4.56.3.
German (Pape)
[Seite 46] Steine tragend, führend, von Katapulten, = λιθοβόλος, Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte des pierres;
2 ὁ λιθοφόρος machine à lancer des pierres.
Étymologie: λίθος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοφόρος: II ὁ Polyb. = λιθοβόλος.
служащий для перевозки камней (ὁλκάδες Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοφόρος: -ον, ὁ φέρων λίθους, μεταφέρων, ὁλκάδες Διόδ. 13. 78· κεραία Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208D· 2) ὡς οὐσιαστ., λιθοφόρος, ὁ, = λιθοβόλος, Πολυδ. Δ΄, 56, 3. 3) λιθοφόρος, ὁ, ἐπίσης ὡς οὐσιαστ., ὄνομα ἀξιώματος ἱερατικοῦ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος ἐν CIA. ΙΙΙ. 296. 702.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (AM λιθοφόρος -ον)
αυτός που μεταφέρει πέτρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ λιθοφόρος
α) ιερατικό αξίωμα
β) η πολιορκητική μηχανή λιθοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
λῐθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = λιθοβόλος, σε Πολύβ.
Middle Liddell
λῐθο-φόρος, ον φέρω
carrying stones:—as substantive, = λιθοβόλος, Polyb.