οἰστρήλατος: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />tourmenté par la piqûre d'un taon ; <i>fig.</i> furieux, affolé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[ἐλαύνω]]. | |btext=ος, ον :<br />tourmenté par la piqûre d'un taon ; <i>fig.</i> furieux, affolé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[ἐλαύνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰστρήλᾰτος:''' [[возбуждаемый слепнем]] ([[δεῖμα]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰστρήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]]), αυτός που έχει δεχτεί [[τσίμπημα]] εντόμου, [[μανιώδης]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''οἰστρήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]]), αυτός που έχει δεχτεί [[τσίμπημα]] εντόμου, [[μανιώδης]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οἰστρ-ήλᾰτος, ον, [[ἐλαύνω]]<br />driven by a [[gadfly]], Aesch. | |mdlsjtxt=οἰστρ-ήλᾰτος, ον, [[ἐλαύνω]]<br />driven by a [[gadfly]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, driven by a gadfly, δεῖμα A.Pr.580 (lyr.), cf. E.Oxy.2078 Fr.1.15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tourmenté par la piqûre d'un taon ; fig. furieux, affolé.
Étymologie: οἶστρος, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
οἰστρήλᾰτος: возбуждаемый слепнем (δεῖμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστρήλᾰτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴστρου κεντούμενος, διωκόμενος, δεῖμα Αἰσχύλ. Πρ. 580· πρβλ. οἰστροδίνητος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α οἰστρήλατος, -ον)
(για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από τσίμπημα οίστρου και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας
νεοελλ.
μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
οἰστρήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που έχει δεχτεί τσίμπημα εντόμου, μανιώδης, σε Αισχύλ.