κρότησις: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> claquement ; <i>particul.</i> applaudissement;<br /><b>2</b> <i>t. de méc.</i> battage, martelage, écrouissage (d'un métal).<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> claquement ; <i>particul.</i> applaudissement;<br /><b>2</b> <i>t. de méc.</i> battage, martelage, écrouissage (d'un métal).<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρότησις''': -εως, , [[κτύπημα]], [[κροῦσις]] χειρῶν, εἰς [[σημεῖον]] θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.
|elnltext=κρότησις -εως, ἡ [κροτέω] geklap.
}}
{{elru
|elrutext='''κρότησις:''' εως ἡ [[удары]], [[хлопание]]: κ. [[χειρῶν]] Plat. рукоплескания.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρότησις:''' -εως, ἡ, [[χτύπημα]], [[κρούση]] χεριών, [[χειροκρότημα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κρότησις:''' -εως, ἡ, [[χτύπημα]], [[κρούση]] χεριών, [[χειροκρότημα]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρότησις:''' εως ἡ [[удары]], [[хлопание]]: κ. [[χειρῶν]] Plat. рукоплескания.
|lstext='''κρότησις''': -εως, , [[κτύπημα]], [[κροῦσις]] χειρῶν, εἰς [[σημεῖον]] θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.
}}
{{elnl
|elnltext=κρότησις -εως, ἡ [κροτέω] geklap.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρότησις]], εως<br />a clapping, τινὶ [[χειρῶν]] Plat. [from [[κροτέω]]
|mdlsjtxt=[[κρότησις]], εως<br />a clapping, τινὶ [[χειρῶν]] Plat. [from [[κροτέω]]
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρότησις Medium diacritics: κρότησις Low diacritics: κρότησις Capitals: ΚΡΟΤΗΣΙΣ
Transliteration A: krótēsis Transliteration B: krotēsis Transliteration C: krotisis Beta Code: kro/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ, clapping, striking, χειρῶν, as a sign of grief, Pl.Ax.365a; (σιδήρου) Ph.Bel.71.44 (pl.); τοῦ πνεύματος D.H. Comp.14 (v.l. for κροῦσις).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 claquement ; particul. applaudissement;
2 t. de méc. battage, martelage, écrouissage (d'un métal).
Étymologie: κροτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρότησις -εως, ἡ [κροτέω] geklap.

Russian (Dvoretsky)

κρότησις: εως ἡ удары, хлопание: κ. χειρῶν Plat. рукоплескания.

Greek Monotonic

κρότησις: -εως, ἡ, χτύπημα, κρούση χεριών, χειροκρότημα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κρότησις: -εως, ἡ, κτύπημα, κροῦσις χειρῶν, εἰς σημεῖον θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.

Middle Liddell

κρότησις, εως
a clapping, τινὶ χειρῶν Plat. [from κροτέω