λεπύχανον: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />pelure d'oignon.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
|btext=ου (τό) :<br />pelure d'oignon.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπύχᾰνον:''' (ῡ) τό луковичная кожура Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπύχανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φλοιός]], [[φλούδα]], λέπυρο<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις φλούδες του κρεμμυδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[λέπυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[λάχανον]].
|mltxt=[[λεπύχανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φλοιός]], [[φλούδα]], λέπυρο<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις φλούδες του κρεμμυδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[λέπυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[λάχανον]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπύχᾰνον:''' (ῡ) τό луковичная кожура Plut.
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπύχᾰνον Medium diacritics: λεπύχανον Low diacritics: λεπύχανον Capitals: ΛΕΠΥΧΑΝΟΝ
Transliteration A: lepýchanon Transliteration B: lepychanon Transliteration C: lepychanon Beta Code: lepu/xanon

English (LSJ)

[ῡ], τό, = λέπυρον, coat of an onion, etc., Theopomp. Com.33, Plu.2.684a, Archig. ap. Gal.12.256, 445; rind, ῥοᾶς Dsc.Eup. 1.74.

German (Pape)

[Seite 32] τό, = λέπυρον, bes. die Häute der Zwiebel, Plut. Symp. 5, 8, 3, wo alte v.l. λεπτύχανον ist; auch bei Diosc. λεπτόχανον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pelure d'oignon.
Étymologie: λέπω.

Russian (Dvoretsky)

λεπύχᾰνον: (ῡ) τό луковичная кожура Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λεπύχᾰνον: [ῡ], τό, λέπυρον, εἷς τῶν χιτώνων τοῦ κρομμύου, Λατ. tunica cepae, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2, Πλούτ. 2. 684Β.

Greek Monolingual

λεπύχανον, τὸ (Α)
1. φλοιός, φλούδα, λέπυρο
2. καθεμιά από τις φλούδες του κρεμμυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. λέπυρον + λάχανον.