λεοντόπους: Difference between revisions
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -όποδος<br />qui a des pieds de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -όποδος<br />qui a des pieds de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεοντόπους:''' 2, gen. ποδος с львиными лапами Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεοντόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού. | |mltxt=[[λεοντόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, lion-footed, E.Fr. 540; of vessels, IG11(2).161 B 10, C 55, al. (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 29] -πουν, gen. -ποδος, löwenfüßig, Eur. frg. bei Ath. XV, 701 c; vgl. Ael. H. A. 12, 7.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. -όποδος
qui a des pieds de lion.
Étymologie: λέων, πούς.
Russian (Dvoretsky)
λεοντόπους: 2, gen. ποδος с львиными лапами Eur.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων πόδας λέοντος, Εὐριπ. Ἀποσπ. 544.
Greek Monolingual
λεοντόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού.