κυλινδροειδής: Difference between revisions
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />de forme cylindrique.<br />'''Étymologie:''' [[κύλινδρος]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />de forme cylindrique.<br />'''Étymologie:''' [[κύλινδρος]], [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κυλινδροειδής:''' [[цилиндрический]] ([[σχῆμα]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[κυλινδροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει κυλινδρικό [[σχήμα]], αυτός που μοιάζει με κύλινδρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυλινδροειδές</i><br />[[σωμάτιο]] στο [[ίζημα]] τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από [[βλέννα]] και παράγεται στις εκφορητικές ουροφόρους [[οδούς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυλινδροειδώς</i> (Α κυλινδροειδώς)<br />με κυλινδροειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύλινδρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | |mltxt=-ές (Α [[κυλινδροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει κυλινδρικό [[σχήμα]], αυτός που μοιάζει με κύλινδρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυλινδροειδές</i><br />[[σωμάτιο]] στο [[ίζημα]] τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από [[βλέννα]] και παράγεται στις εκφορητικές ουροφόρους [[οδούς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυλινδροειδώς</i> (Α κυλινδροειδώς)<br />με κυλινδροειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύλινδρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, cylindrical, Euc.Phaen.p.4 M., Placit. 2.27.4, Cleom.2.2, Gal.8.895, Hero Spir.2.34. Adv. -δῶς Eust.1604.58.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de forme cylindrique.
Étymologie: κύλινδρος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
κυλινδροειδής: цилиндрический (σχῆμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠλινδροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κύλινδρον, Πλούτ. 2. 891C, Κλεομήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. 1604. 58.
Greek Monolingual
-ές (Α κυλινδροειδής, -ές)
αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές
σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές ουροφόρους οδούς.
επίρρ...
κυλινδροειδώς (Α κυλινδροειδώς)
με κυλινδροειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ειδής (< εἶδος)].