οἰκοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui rend (une caverne) habitable.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui rend (une caverne) habitable.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκοποιός:''' [[делающий обитаемым]], [[пригодным для жилья]] ([[τρυφή]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που απαρτίζει ένα [[σπίτι]], αυτός που καθιστά ένα [[μέρος]] κατοικήσιμο, οἰκοποιὸς [[τροφή]], οι ανέσεις ενός σπιτιού, τα χρήσιμα προς [[κατοίκηση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''οἰκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που απαρτίζει ένα [[σπίτι]], αυτός που καθιστά ένα [[μέρος]] κατοικήσιμο, οἰκοποιὸς [[τροφή]], οι ανέσεις ενός σπιτιού, τα χρήσιμα προς [[κατοίκηση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκοποιός:''' [[делающий обитаемым]], [[пригодным для жилья]] ([[τρυφή]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰκο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />constituting a [[house]], οἰκ. [[τροφή]] the comforts of a [[house]], Soph.
|mdlsjtxt=οἰκο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />constituting a [[house]], οἰκ. [[τροφή]] the comforts of a [[house]], Soph.
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοποιός Medium diacritics: οἰκοποιός Low diacritics: οικοποιός Capitals: ΟΙΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: oikopoiós Transliteration B: oikopoios Transliteration C: oikopoios Beta Code: oi)kopoio/s

English (LSJ)

όν, A constituting a house, οὐδ' ἔνδον οἰ. ἐστί τις τροφή the comforts of a house, S.Ph.32. II οἰκοποιός, ὁ, builder, structor, Gloss.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend (une caverne) habitable.
Étymologie: οἶκος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοποιός: делающий обитаемым, пригодным для жилья (τρυφή Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοποιός: -όν, ὁ ἀποτελῶν τὸν οἶκον, ὁ καθιστῶν μέρος τι οἰκήσιμον, οὐδ’ ἔνδον οἰκ. ἐστί τις τροφή; δὲν ὑπάρχουσιν ἐντὸς τὰ πρὸς κατοικίαν χρήσιμα; Σοφ. Φ. 32 (Bgk. ἐστ’ ἐπιστροφή).

Greek Monolingual

οἰκοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που κάνει έναν τόπο κατοικήσιμο
2. το αρσ. ως ουσ.οἰκοποιός
οικοδόμος, κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ποιος].

Greek Monotonic

οἰκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που απαρτίζει ένα σπίτι, αυτός που καθιστά ένα μέρος κατοικήσιμο, οἰκοποιὸς τροφή, οι ανέσεις ενός σπιτιού, τα χρήσιμα προς κατοίκηση, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἰκο-ποιός, όν ποιέω
constituting a house, οἰκ. τροφή the comforts of a house, Soph.