ναυτιώδης: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui provoque la nausée, nauséabond;<br /><b>2</b> sujet à des nausées.<br />'''Étymologie:''' [[ναυτία]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui provoque la nausée, nauséabond;<br /><b>2</b> sujet à des nausées.<br />'''Étymologie:''' [[ναυτία]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυτιώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вызывающий тошноту]], [[тошнотворный]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[страдающий морской болезнью]], [[испытывающий тошноту]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες (Α [[ναυτιώδης]], -ῶδες) [[ναυτία]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ναυτία]], αυτός που προκαλεί [[τάση]] για εμετό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για εμετό, αυτός που υποφέρει από [[ναυτία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ναυτιωδῶς]] (Α)<br />με ναυτιώδη τρόπο.
|mltxt=-ῶδες (Α [[ναυτιώδης]], -ῶδες) [[ναυτία]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ναυτία]], αυτός που προκαλεί [[τάση]] για εμετό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για εμετό, αυτός που υποφέρει από [[ναυτία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ναυτιωδῶς]] (Α)<br />με ναυτιώδη τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυτιώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вызывающий тошноту]], [[тошнотворный]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[страдающий морской болезнью]], [[испытывающий тошноту]] Plut.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτιώδης Medium diacritics: ναυτιώδης Low diacritics: ναυτιώδης Capitals: ΝΑΥΤΙΩΔΗΣ
Transliteration A: nautiṓdēs Transliteration B: nautiōdēs Transliteration C: naftiodis Beta Code: nautiw/dhs

English (LSJ)

ες, (ναυτία)
A nauseous, causing nausea, nauseating, sickening, Dsc.1.40, Antyll. ap. Orib.4.11.6, Plu.2.127a, 128d; τὸ ναυτιώδες Gal.6.678.
2 disposed to nausea, διάθεσις Id.13.122,156. Adv. ναυτιωδῶς = with nausea, ἔχειν Herod.Med. ap. Orib.5.27.22.

German (Pape)

[Seite 233] ες, ναυτίωσις, ἡ, att, = ναυσιώδης, ναυσίωσις.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 qui provoque la nausée, nauséabond;
2 sujet à des nausées.
Étymologie: ναυτία, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ναυτιώδης:
1) вызывающий тошноту, тошнотворный Plut.;
2) страдающий морской болезнью, испытывающий тошноту Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ναυτιώδης: -ες, (ναυτία) ὁ προξενῶν ἔμετον, πλήρης ναυτίας, Πλούτ. 2. 1 27 Α, 128D, Ξενοκρ. 47, Διοσκ. 1, 49, Γαλην. VI, 378B, κλ. ― γράφεται καὶ ναυσιώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες (Α ναυτιώδης, -ῶδες) ναυτία
1. αυτός που προκαλεί ναυτία, αυτός που προκαλεί τάση για εμετό
2. αυτός που έχει τάση για εμετό, αυτός που υποφέρει από ναυτία
3. μτφ. αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας.
επίρρ...
ναυτιωδῶς (Α)
με ναυτιώδη τρόπο.