νεότμητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement coupé <i>ou</i> taillé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br />nouvellement coupé <i>ou</i> taillé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τέμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεότμητος:''' дор. [[νεότματος|νεότμᾱτος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[свежесрезанный]] (τὰ νεότμητα καρπῶν Plat.; οἰνάρεα Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[свежескроенный]] (κρηπῖδες Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεότμητος:''' Δωρ. -τμᾶτος, -ον, [[φρεσκοκομμένος]], αυτός που πρόσφατα κόπηκε, που [[μόλις]] αποσπάστηκε, που διαιρέθηκε [[πριν]] λίγο, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''νεότμητος:''' Δωρ. -τμᾶτος, -ον, [[φρεσκοκομμένος]], αυτός που πρόσφατα κόπηκε, που [[μόλις]] αποσπάστηκε, που διαιρέθηκε [[πριν]] λίγο, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεότμητος:''' дор. [[νεότματος|νεότμᾱτος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[свежесрезанный]] (τὰ νεότμητα καρπῶν Plat.; οἰνάρεα Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[свежескроенный]] (κρηπῖδες Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-τμητος, δοριξ νεό-τμᾱτος, ον,<br />[[newly]] cut, Theocr.
|mdlsjtxt=νεό-τμητος, δοριξ νεό-τμᾱτος, ον,<br />[[newly]] cut, Theocr.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότμητος Medium diacritics: νεότμητος Low diacritics: νεότμητος Capitals: ΝΕΟΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: neótmētos Transliteration B: neotmētos Transliteration C: neotmitos Beta Code: neo/tmhtos

English (LSJ)

Dor. νεό-τμᾱτος, ον, newly cut off, divided, Pl.Ti.80d, Theoc.7.134, A.R. 3.857, Dsc.2.70.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement coupé ou taillé.
Étymologie: νέος, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

νεότμητος: дор. νεότμᾱτος 2
1) свежесрезанный (τὰ νεότμητα καρπῶν Plat.; οἰνάρεα Theocr.);
2) свежескроенный (κρηπῖδες Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

νεότμητος: Δωρ. -τμᾱτος, ον, ὁ νεωστὶ τμηθείς, ἀποσπασθείς, κατακοπείς, διαιρεθείς, Πλάτ. Τίμ. 80D, Θεόκρ. 7. 134, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεότμητος και δωρ. τ. νεότματος, -ον)
αυτός που κόπηκε ή τεμαχίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + τμητός (< τέμνω), πρβλ. ρινό-τμητος, ημί-τμητος].

Greek Monotonic

νεότμητος: Δωρ. -τμᾶτος, -ον, φρεσκοκομμένος, αυτός που πρόσφατα κόπηκε, που μόλις αποσπάστηκε, που διαιρέθηκε πριν λίγο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

νεό-τμητος, δοριξ νεό-τμᾱτος, ον,
newly cut, Theocr.