οἰκετικός: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le service <i>ou</i> les serviteurs ; τὸ οἰκετικόν PLUT les gens, les domestiques.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέτης]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le service <i>ou</i> les serviteurs ; τὸ οἰκετικόν PLUT les gens, les domestiques.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκετικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подобающий слугам]], [[поручаемый прислуге]] (διαόνίαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[домохозяйственный]] (ὀνόματα Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκετικός:''' -ή, -όν ([[οἰκέτης]]), αυτός που αρμόζει ή προορίζεται για τους οικιακούς δούλους ή τα [[μέλη]] της οικογενείας, σε Πλάτ., Αριστ.
|lsmtext='''οἰκετικός:''' -ή, -όν ([[οἰκέτης]]), αυτός που αρμόζει ή προορίζεται για τους οικιακούς δούλους ή τα [[μέλη]] της οικογενείας, σε Πλάτ., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκετικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подобающий слугам]], [[поручаемый прислуге]] (διαόνίαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[домохозяйственный]] (ὀνόματα Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκετικός]], ή, όν [[οἰκέτης]]<br />of or for the menials or [[household]], Plat., Arist.
|mdlsjtxt=[[οἰκετικός]], ή, όν [[οἰκέτης]]<br />of or for the menials or [[household]], Plat., Arist.
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκετικός Medium diacritics: οἰκετικός Low diacritics: οικετικός Capitals: ΟΙΚΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oiketikós Transliteration B: oiketikos Transliteration C: oiketikos Beta Code: oi)ketiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for the menials or household, Pl.Sph.226b, Arist.Pol.1261b36; τὸ οἰ. the servants or slaves collectively, Plu. Sull.9; οἰ. ἐπιφάνεια Myro 2 J.; οἰ. σώματα IG12(5).653.25 (Syros), PGrenf.1.21.6 (ii B. C.); οἰκία οἰ. PSI9.1040.23 (iii A. D.); οἰ. διάθεσις LXX 3 Ma.2.28. 2 δέλφαξ οἰ. home-bred, Philox.2.28.

German (Pape)

[Seite 299] den οἰκέτης betreffend, dem Diener, Sklaven gehörig; ὀνόματα, Plat. Soph. 226 b; διακονίαι, Arist. pol. 2, 3; τὸ οἰκετικόν, die Dienerschaft, Plut. Sull. 9; D. Sic. exc. 36, 1 g. E.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le service ou les serviteurs ; τὸ οἰκετικόν PLUT les gens, les domestiques.
Étymologie: οἰκέτης.

Russian (Dvoretsky)

οἰκετικός:
1) подобающий слугам, поручаемый прислуге (διαόνίαι Arst.);
2) домохозяйственный (ὀνόματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκετικός: -ή, -όν, (οἰκέτης) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς οἰκέτας ἢ εἰς τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ οἰκοῦντας, Πλάτ. Σοφ. 226Β, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 3, 4· τὸ οἰκετικόν, οἱ δοῦλοι ἢ ὑπηρέται περιληπτικῶς, Πλουτ. Σύλλ. 9· οὕτως, οἰκ. σώματα Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 25. 2) οἰκ. δέλφαξ, ἐν τῷ οἴκῳ τραφείς, Φιλόξ. 2. 27.

Greek Monolingual

οἰκετικός, -ή, -όν (ΑΜ) οικέτης
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη της οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῖν», Ιώσ.)
2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν
(με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών οικετών, τών δούλων («ἐκάλει ἐπ' ἐλευθερίᾳ τὸ οἰκετικόν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

οἰκετικός: -ή, -όν (οἰκέτης), αυτός που αρμόζει ή προορίζεται για τους οικιακούς δούλους ή τα μέλη της οικογενείας, σε Πλάτ., Αριστ.

Middle Liddell

οἰκετικός, ή, όν οἰκέτης
of or for the menials or household, Plat., Arist.