πεμπτέος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[πέμπω]].
|btext=ος, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[πέμπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεμπτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[πέμπω]], ὂν δεῖ πέμπειν, Λουκ. Φαλ. 11. ΙΙ. πεμπτέον, δεῖ πέμπειν, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 11.
|elnltext=πεμπτέος -α -ον, adj. verb. van πέμπω, te zenden, die gezonden moet worden.
}}
{{elru
|elrutext='''πεμπτέος:''' adj. verb. к [[πέμπω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[πέμπω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>πεμπτέον</i>, αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να στείλει, σε Ξεν.
|lsmtext='''πεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[πέμπω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>πεμπτέον</i>, αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να στείλει, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεμπτέος:''' adj. verb. к [[πέμπω]].
|lstext='''πεμπτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[πέμπω]], ὂν δεῖ πέμπειν, Λουκ. Φαλ. 11. ΙΙ. πεμπτέον, δεῖ πέμπειν, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 11.
}}
{{elnl
|elnltext=πεμπτέος -α -ον, adj. verb. van πέμπω, te zenden, die gezonden moet worden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πεμπτέος]], η, ον, verb. adj. of [[πέμπω]]<br /><b class="num">I.</b> to be sent, Luc.<br /><b class="num">II.</b> πεμπτέον, one must [[send]], Xen.
|mdlsjtxt=[[πεμπτέος]], η, ον, verb. adj. of [[πέμπω]]<br /><b class="num">I.</b> to be sent, Luc.<br /><b class="num">II.</b> πεμπτέον, one must [[send]], Xen.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπτέος Medium diacritics: πεμπτέος Low diacritics: πεμπτέος Capitals: ΠΕΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: pemptéos Transliteration B: pempteos Transliteration C: pempteos Beta Code: pempte/os

English (LSJ)

α, ον, A to be sent, Luc.Phal.1.11. II πεμπτέον, one must send, X.Cyr.8.1.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adj. verb. de πέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεμπτέος -α -ον, adj. verb. van πέμπω, te zenden, die gezonden moet worden.

Russian (Dvoretsky)

πεμπτέος: adj. verb. к πέμπω.

Greek Monotonic

πεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του πέμπω·
I. αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.
II. πεμπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να στείλει, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ πέμπω, ὂν δεῖ πέμπειν, Λουκ. Φαλ. 11. ΙΙ. πεμπτέον, δεῖ πέμπειν, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 11.

Middle Liddell

πεμπτέος, η, ον, verb. adj. of πέμπω
I. to be sent, Luc.
II. πεμπτέον, one must send, Xen.