παρδαλωτός: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />tacheté comme une panthère <i>ou</i> un léopard.<br />'''Étymologie:''' [[πάρδαλος]].
|btext=ή, όν :<br />tacheté comme une panthère <i>ou</i> un léopard.<br />'''Étymologie:''' [[πάρδαλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρδᾰλωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων στίγματα οἷα ἡ [[πάρδαλις]], παρδαλός, κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.
|elnltext=παρδαλωτός -ή -όν [πάρδαλις] gevlekt als een panter.
}}
{{elru
|elrutext='''παρδᾰλωτός:''' как у леопарда, леопардовый, т. е. пятнистый (π. τὴν χρόαν Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρδᾰλωτός:''' -ή, -όν (όπως από <i>παρδαλόω</i>), αυτός που είναι πιτσιλωτός όπως η [[λεοπάρδαλη]], σε Λουκ.
|lsmtext='''παρδᾰλωτός:''' -ή, -όν (όπως από <i>παρδαλόω</i>), αυτός που είναι πιτσιλωτός όπως η [[λεοπάρδαλη]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρδᾰλωτός:''' как у леопарда, леопардовый, т. е. пятнистый (π. τὴν χρόαν Luc.).
|lstext='''παρδᾰλωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων στίγματα οἷα ἡ [[πάρδαλις]], παρδαλός, κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.
}}
{{elnl
|elnltext=παρδαλωτός -ή -όν [πάρδαλις] gevlekt als een panter.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρδᾰλωτός, ή, όν [as if from παρδαλόω]<br />[[spotted]] like the [[pard]], Luc.
|mdlsjtxt=παρδᾰλωτός, ή, όν [as if from παρδαλόω]<br />[[spotted]] like the [[pard]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρδᾰλωτός Medium diacritics: παρδαλωτός Low diacritics: παρδαλωτός Capitals: ΠΑΡΔΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: pardalōtós Transliteration B: pardalōtos Transliteration C: pardalotos Beta Code: pardalwto/s

English (LSJ)

ή, όν, spotted like the pard, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 509] gepardelt, getigert, wie ein Panther gefleckt, καὶ κατεστιγμένος τὴν χρόαν, Luc. bis accus. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tacheté comme une panthère ou un léopard.
Étymologie: πάρδαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρδαλωτός -ή -όν [πάρδαλις] gevlekt als een panter.

Russian (Dvoretsky)

παρδᾰλωτός: как у леопарда, леопардовый, т. е. пятнистый (π. τὴν χρόαν Luc.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΑ πάρδαλις
ποικιλόχρωμος, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
νεοελλ.
(το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο παρδαλωτός
γένος μικρόσωμων ωδικών πουλιών της οικογένειας oicaeidae της τάξης στρουθιόμορφα.

Greek Monotonic

παρδᾰλωτός: -ή, -όν (όπως από παρδαλόω), αυτός που είναι πιτσιλωτός όπως η λεοπάρδαλη, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρδᾰλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων στίγματα οἷα ἡ πάρδαλις, παρδαλός, κατεστιγμένοι καὶ παρδαλωτοὶ τὴν χρόαν Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.

Middle Liddell

παρδᾰλωτός, ή, όν [as if from παρδαλόω]
spotted like the pard, Luc.