περίθερμος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait chaud.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θερμός]].
|btext=ος, ον :<br />tout à fait chaud.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θερμός]].
}}
{{elnl
|elnltext=περί-θερμος -ον heel heet.
}}
{{elru
|elrutext='''περίθερμος:''' [[очень горячий]], [[жаркий]] (τὸ [[πνεῦμα]] τοῦ λύκου Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[ζεστός]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ψυχική [[κατάσταση]]) αυτός που έχει εξαφθεί, ο [[χωρίς]] [[καθόλου]] [[ψυχραιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θερμός]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[ζεστός]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ψυχική [[κατάσταση]]) αυτός που έχει εξαφθεί, ο [[χωρίς]] [[καθόλου]] [[ψυχραιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θερμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''περίθερμος:''' [[очень горячий]], [[жаркий]] (τὸ [[πνεῦμα]] τοῦ λύκου Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=περί-θερμος -ον heel heet.
}}
}}

Revision as of 11:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίθερμος Medium diacritics: περίθερμος Low diacritics: περίθερμος Capitals: ΠΕΡΙΘΕΡΜΟΣ
Transliteration A: períthermos Transliteration B: perithermos Transliteration C: perithermos Beta Code: peri/qermos

English (LSJ)

ου, very hot, Thphr.Sens.58, Plu.2.642c, Dsc. Ther.4, etc.: metaph., of the mind, Sch.Ar.Nu.144.

German (Pape)

[Seite 577] sehr warm, Plut. Symp. 2, 9u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait chaud.
Étymologie: περί, θερμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-θερμος -ον heel heet.

Russian (Dvoretsky)

περίθερμος: очень горячий, жаркий (τὸ πνεῦμα τοῦ λύκου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περίθερμος: -ον, πάνυ θερμός, Πλούτ. 2. 642C, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 144.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ ζεστός
2. (σχετικά με ψυχική κατάσταση) αυτός που έχει εξαφθεί, ο χωρίς καθόλου ψυχραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θερμός.